ἀνεκτικός: Difference between revisions
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anektikos | |Transliteration C=anektikos | ||
|Beta Code=a)nektiko/s | |Beta Code=a)nektiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ἀνεκτική, ἀνεκτικόν, ([[ἀνέχομαι]]) [[enduring]], [[patient]], τῶν ἰδιωτῶν M.Ant. 1.9; τινός Arr.''Epict.''2.22.36. Adv. [[ἀνεκτικῶς]] Hierocl. [[inCA]]12p.447M. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[sufrido]], [[paciente]] c. gen. obj. τῶν ἰδιωτῶν M.Ant.1.9, τοῦ δ' ἀνομοίου ἀ. y sufrido con quien no es su igual</i> Arr.<i>Epict</i>.2.22.36, [[διδαχή]] Euthal.<i>Epp.Paul</i>.M.85.768C.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[pacientemente]] ἀκροᾶσθαι Hierocl.<i>in CA</i> 12.6. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνεκτικός''': -ή, -όν, (ἀνέχομαι) ὁ ἀνεχόμενος, ὁ ὑπομονητικός, Μ. Ἀντων. 1. 9· τινὸς Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 22, 36. - Ἐπίρρ. -κῶς Ἱεροκλ. Πυθ. σ. 145. | |lstext='''ἀνεκτικός''': -ή, -όν, (ἀνέχομαι) ὁ ἀνεχόμενος, ὁ ὑπομονητικός, Μ. Ἀντων. 1. 9· τινὸς Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 22, 36. - Ἐπίρρ. -κῶς Ἱεροκλ. Πυθ. σ. 145. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀνεκτικός]], -ή, -όν) [[ανέχω]]<br />ο [[ικανός]] να ανέχεται, [[εκείνος]] που δείχνει [[ανοχή]], [[υπομονητικός]]. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀνεκτικός]], -ή, -όν) [[ανέχω]]<br />ο [[ικανός]] να ανέχεται, [[εκείνος]] που δείχνει [[ανοχή]], [[υπομονητικός]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:04, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀνεκτική, ἀνεκτικόν, (ἀνέχομαι) enduring, patient, τῶν ἰδιωτῶν M.Ant. 1.9; τινός Arr.Epict.2.22.36. Adv. ἀνεκτικῶς Hierocl. inCA12p.447M.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 sufrido, paciente c. gen. obj. τῶν ἰδιωτῶν M.Ant.1.9, τοῦ δ' ἀνομοίου ἀ. y sufrido con quien no es su igual Arr.Epict.2.22.36, διδαχή Euthal.Epp.Paul.M.85.768C.
2 adv. -ῶς pacientemente ἀκροᾶσθαι Hierocl.in CA 12.6.
German (Pape)
[Seite 221] duldsam, geduldig, M. Anton. 1, 9.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεκτικός: -ή, -όν, (ἀνέχομαι) ὁ ἀνεχόμενος, ὁ ὑπομονητικός, Μ. Ἀντων. 1. 9· τινὸς Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 22, 36. - Ἐπίρρ. -κῶς Ἱεροκλ. Πυθ. σ. 145.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀνεκτικός, -ή, -όν) ανέχω
ο ικανός να ανέχεται, εκείνος που δείχνει ανοχή, υπομονητικός.