ανέχω
From LSJ
πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me
Greek Monolingual
ἀνέχω (AM) [[[ανέχομαι]] (AM ἀνέχομαι)]
Ι. ενεργ. υποβαστάζω, συγκρατώ
αρχ.
1. σηκώνω, ανασηκώνω, κρατώ κάτι ψηλά
2. υποστηρίζω, διατηρώ, συντηρώ
3. αναχαιτίζω, ανακόπτω
4. ανεβαίνω, αναδύομαι, εμφανίζομαι
5. (για γεγονότα) συμβαίνω
6. βγάζω βλαστούς, βλαστάνω
7. καταλήγω, γίνομαι, αποδεικνύομαι κάτι
8. (για τμήμα ξηράς μέσα σε θάλασσα) εξέχω, προεξέχω
9. εξακολουθώ
10. καθυστερώ, αναβάλλω, σταματώ
11. εντείνω, τεντώνω (το αφτί)
12. παρέχω, παραχωρώ
13. ανατέλλω, προβάλλω
14. παύω να υποφέρω, ανακουφίζομαι
15. «εὐχὰς ἀνέχω» — εύχομαι, ικετεύω