ἀταμίευτος: Difference between revisions
mNo edit summary |
|||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=atamieftos | |Transliteration C=atamieftos | ||
|Beta Code=a)tami/eutos | |Beta Code=a)tami/eutos | ||
|Definition= | |Definition=ἀταμίευτον,<br><span class="bld">A</span> [[that cannot be stored]], Ph.2.113; [[that cannot be regulated]], Arist.''GA''788a34; [[uncontrolled]], [[inordinate]], J.''BJ''4.1.6. Adv. [[ἀταμιεύτως]], ὑπὸ θυμοῦ ἐπισπασθείς Plu.''Arat.''37.<br><span class="bld">2</span> [[not needing to be husbanded]], Max.Tyr.3.9, al.<br><span class="bld">II</span> Act., [[not husbanding]], [[prodigal]], [[lavish]], χάριτες Ph.1.5: c. gen., ἡδονῶν Plu.2.12c. Adv. [[ἀταμιεύτως]], ταῖς ὀργαῖς χρώμενος [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''867a; ἀ. πάντα χαρίζεσθαι Ph.2.274. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[no economizado]], [[no acumulado]] de concr. ἀθησαύριστα, ἀταμίευτα τὰ τῆς τροφῆς ἔστω Ph.2.175, cf. 113<br /><b class="num">•</b>de abstr. [[no contenido]], [[descontrolado]] πάθος Luc.<i>Am</i>.54, ἡδοναί Max.Tyr.32.9, cf. Plu.2.12b, ἦθος ... κατὰ τῶν ἀπηχθημένων ἀταμίευτον I.<i>AI</i> 19.329, τὸ ἀταμίευτον τῆς ὁρμῆς I.<i>BI</i> 4.44, cf. 6.171.<br /><b class="num">2</b> [[que no se deja administrar]], [[ingobernable]] ἡ σκληρότης Arist.<i>GA</i> 788<sup>a</sup>34.<br /><b class="num">3</b> [[que no economiza]], [[pródigo]] ἀταμίευτοι καὶ πλουσίαι χάριτες Ph.1.5, cf. Poll.3.117.<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἀταμιεύτως]]<br /><b class="num">1</b> [[sin retener para sí]], [[sin guardar reservas]] ὁ δὲ ἀ. ταῖς ὀργαῖς ... χρώμενος Pl.<i>Lg</i>.867a<br /><b class="num">•</b>[[sin escatimar]], [[pródigamente]] πάντα ... ἀ. χαριζόμενοι Ph.2.274.<br /><b class="num">2</b> [[sin control]], [[en desorden]] ἀ. τῇ κατασκευῇ κέχρηται D.H.<i>Dem</i>.10, ἀ. σιτίων τε καὶ ποτῶν πιμπλάμενα Heraclit.<i>All</i>.14, ὑπὸ θυμοῦ ... ἀ. ἐπισπασθείς Plu.<i>Arat</i>.37, οὐ μὴ ἀναλίσκει τὴν [[ἑαυτοῦ]] δύναμιν ἀ. Ael.<i>NA</i> 13.14. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0383.png Seite 383]] 1) nicht gut verwaltet, nicht gespart, Philo. – 2) nicht sparend, verschwenderisch, Plut. educ. lib. 15. – Adv. ἀταμιεύτως, ταῖς ὀργαῖς χρῆσθαι Plat. Legg. IX, 867 a. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0383.png Seite 383]] 1) [[nicht gut verwaltet]], [[nicht gespart]], Philo. – 2) [[nicht sparend]], [[verschwenderisch]], Plut. educ. lib. 15. – Adv. [[ἀταμιεύτως]], ταῖς ὀργαῖς χρῆσθαι Plat. Legg. IX, 867 a. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[qui ne ménage pas]], [[prodigue]], [[intempérant]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ταμιεύω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀτᾰμίευτος:'''<br /><b class="num">1</b> досл. [[бесхозяйственный]], [[расточительный]], перен. [[нерасчетливый]], [[неумеренный]] Arst., Plut.;<br /><b class="num">2</b> [[легко расточаемый]] Arst. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀτᾰμίευτος''': -ον, ὁ μὴ ταμιευόμενος, ὅν δὲν δύναταί τις νὰ φυλάξῃ, νὰ κρατὴσῃ [[ἐντός]], [[δαψιλής]], Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 7, 27· ἀταμιεύτοις καὶ πλουσίαις χάρισι Φίλων 1. 5: [[ἀκυβέρνητος]], [[ἀνυπότακτος]], [[ἀκατάσχετος]], ἀταμίευτον γὰρ τῶν ἡδονῶν ἡ ἀκμὴ καὶ σκιρτητικὸν καὶ χαλινοῦ δεόμενον Πλούτ. 2. 12Β: ― Ἐπίρρ. -τως, ἀφειδῶς, ἀσώτως, Πλάτω. Νόμ. 867Α. | |lstext='''ἀτᾰμίευτος''': -ον, ὁ μὴ ταμιευόμενος, ὅν δὲν δύναταί τις νὰ φυλάξῃ, νὰ κρατὴσῃ [[ἐντός]], [[δαψιλής]], Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 7, 27· ἀταμιεύτοις καὶ πλουσίαις χάρισι Φίλων 1. 5: [[ἀκυβέρνητος]], [[ἀνυπότακτος]], [[ἀκατάσχετος]], ἀταμίευτον γὰρ τῶν ἡδονῶν ἡ ἀκμὴ καὶ σκιρτητικὸν καὶ χαλινοῦ δεόμενον Πλούτ. 2. 12Β: ― Ἐπίρρ. -τως, ἀφειδῶς, ἀσώτως, Πλάτω. Νόμ. 867Α. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀταμίευτος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει ή που δεν [[είναι]] δυνατόν να αποταμιευθεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ανυπόταχτος, [[ακατάσχετος]]<br /><b>2.</b> <b>επίρρ.</b> ασώτως, σπάταλα. | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἀταμίευτος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει ή που δεν [[είναι]] δυνατόν να αποταμιευθεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ανυπόταχτος, [[ακατάσχετος]]<br /><b>2.</b> <b>επίρρ.</b> ασώτως, σπάταλα. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:30, 23 March 2024
English (LSJ)
ἀταμίευτον,
A that cannot be stored, Ph.2.113; that cannot be regulated, Arist.GA788a34; uncontrolled, inordinate, J.BJ4.1.6. Adv. ἀταμιεύτως, ὑπὸ θυμοῦ ἐπισπασθείς Plu.Arat.37.
2 not needing to be husbanded, Max.Tyr.3.9, al.
II Act., not husbanding, prodigal, lavish, χάριτες Ph.1.5: c. gen., ἡδονῶν Plu.2.12c. Adv. ἀταμιεύτως, ταῖς ὀργαῖς χρώμενος Pl.Lg.867a; ἀ. πάντα χαρίζεσθαι Ph.2.274.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no economizado, no acumulado de concr. ἀθησαύριστα, ἀταμίευτα τὰ τῆς τροφῆς ἔστω Ph.2.175, cf. 113
•de abstr. no contenido, descontrolado πάθος Luc.Am.54, ἡδοναί Max.Tyr.32.9, cf. Plu.2.12b, ἦθος ... κατὰ τῶν ἀπηχθημένων ἀταμίευτον I.AI 19.329, τὸ ἀταμίευτον τῆς ὁρμῆς I.BI 4.44, cf. 6.171.
2 que no se deja administrar, ingobernable ἡ σκληρότης Arist.GA 788a34.
3 que no economiza, pródigo ἀταμίευτοι καὶ πλουσίαι χάριτες Ph.1.5, cf. Poll.3.117.
II adv. ἀταμιεύτως
1 sin retener para sí, sin guardar reservas ὁ δὲ ἀ. ταῖς ὀργαῖς ... χρώμενος Pl.Lg.867a
•sin escatimar, pródigamente πάντα ... ἀ. χαριζόμενοι Ph.2.274.
2 sin control, en desorden ἀ. τῇ κατασκευῇ κέχρηται D.H.Dem.10, ἀ. σιτίων τε καὶ ποτῶν πιμπλάμενα Heraclit.All.14, ὑπὸ θυμοῦ ... ἀ. ἐπισπασθείς Plu.Arat.37, οὐ μὴ ἀναλίσκει τὴν ἑαυτοῦ δύναμιν ἀ. Ael.NA 13.14.
German (Pape)
[Seite 383] 1) nicht gut verwaltet, nicht gespart, Philo. – 2) nicht sparend, verschwenderisch, Plut. educ. lib. 15. – Adv. ἀταμιεύτως, ταῖς ὀργαῖς χρῆσθαι Plat. Legg. IX, 867 a.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ne ménage pas, prodigue, intempérant.
Étymologie: ἀ, ταμιεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἀτᾰμίευτος:
1 досл. бесхозяйственный, расточительный, перен. нерасчетливый, неумеренный Arst., Plut.;
2 легко расточаемый Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτᾰμίευτος: -ον, ὁ μὴ ταμιευόμενος, ὅν δὲν δύναταί τις νὰ φυλάξῃ, νὰ κρατὴσῃ ἐντός, δαψιλής, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 7, 27· ἀταμιεύτοις καὶ πλουσίαις χάρισι Φίλων 1. 5: ἀκυβέρνητος, ἀνυπότακτος, ἀκατάσχετος, ἀταμίευτον γὰρ τῶν ἡδονῶν ἡ ἀκμὴ καὶ σκιρτητικὸν καὶ χαλινοῦ δεόμενον Πλούτ. 2. 12Β: ― Ἐπίρρ. -τως, ἀφειδῶς, ἀσώτως, Πλάτω. Νόμ. 867Α.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀταμίευτος, -ον)
αυτός που δεν έχει ή που δεν είναι δυνατόν να αποταμιευθεί
αρχ.
1. ανυπόταχτος, ακατάσχετος
2. επίρρ. ασώτως, σπάταλα.