στρατηλατικός: Difference between revisions

m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stratilatikos
|Transliteration C=stratilatikos
|Beta Code=strathlatiko/s
|Beta Code=strathlatiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of]] or [[for a commander]], <span class="bibl">Procl.<span class="title">Par.Ptol.</span>247</span>.</span>
|Definition=στρατηλατική, στρατηλατικόν, of or for a [[commander]], Procl.''Par.Ptol.''247.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[στρατηλάτης]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στρατηλάτη. Επιρρ. <i>στρατηλατικῶς</i> Μ<br />ως [[στρατηλάτης]].
|mltxt=-ή, -όν, Α [[στρατηλάτης]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στρατηλάτη. Επιρρ. <i>στρατηλατικῶς</i> Μ<br />ως [[στρατηλάτης]].
}}
}}

Latest revision as of 11:39, 25 August 2023

English (LSJ)

στρατηλατική, στρατηλατικόν, of or for a commander, Procl.Par.Ptol.247.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α στρατηλάτης
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στρατηλάτη. Επιρρ. στρατηλατικῶς Μ
ως στρατηλάτης.