στρατηλάτης

From LSJ

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρᾰτηλᾰ́της Medium diacritics: στρατηλάτης Low diacritics: στρατηλάτης Capitals: ΣΤΡΑΤΗΛΑΤΗΣ
Transliteration A: stratēlátēs Transliteration B: stratēlatēs Transliteration C: stratilatis Beta Code: strathla/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, leader of an army, general, commander, Pratin.Lyr.1.9, S.Aj.1223, E.Ph.1241, and in late Prose, OGI648 (Palmyra, iii A.D.), PLips.48.23 (iv A.D.), etc.; = magister militum, Zos.2.33, Glossaria, POxy.1983.2 (vi A.D.), etc.; Ἑλλάδος E.Or.970 (lyr.); also of an admiral, σ. νεῶν A.Eu.637.

German (Pape)

[Seite 951] ὁ, Heerführer; Aesch. Eum. 607; Soph. Ai. 1202 u. öfter, wie Eur. Auch in sp. Prosa, D. Hal. 1, 41 Plut. Num. 5.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
chef d'armée, général ; νεῶν ESCHL chef d'une flotte.
Étymologie: στρατός, ἐλαύνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στρατηλάτης -ου, ὁ [στρατός, ἐλαύνω] Dor. gen. plur. στρατηλατᾶν Eur. Or. 970, legeraanvoerder;. σ. νεῶν bevelhebber van de schepen, admiraal Aeschl. Eum. 637.

Russian (Dvoretsky)

στρᾰτηλάτης: ου (λᾰ) ὁ главнокомандующий, командующий, полководец Soph., Eur.: σ. νεῶν Aesch., Eur. командующий флотом.

Greek (Liddell-Scott)

στρᾰτηλάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, (ἐλαύνω) ὁ ὁδηγῶν στρατόν, στρατηγός, διοικητὴς στρατοῦ, Πρατίν. 1, 11, Σοφ. Αἴ. 1223, Εὐρ., καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, Ἑλλάδος ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 970· ὡσαύτως ἐπὶ ναυάρχου, στρ. νεῶν Αἰσχύλ. Εὐμ. 637.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και θηλ. στρατηλάτις, -ιδος, Α
ηγέτης στρατού, στρατηγός, ανώτατος διοικητής στρατού
νεοελλ.
1. διοικητής στρατού σε νικηφόρο πόλεμο
2. στρατηγός με πολλές νίκες στο ενεργητικό του («ὁ Μέγας Αλέξανδρος υπήρξε μεγάλος στρατηλάτης»)
αρχ.
1. ναύαρχος
2. το θηλ.στρατηλάτις
προσωνυμία της Σελήνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός + -ηλάτης (< ἐλαύνω) πρβλ. ποδ-ηλάτης, με έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

στρᾰτηλάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (ἐλαύνω), αυτός που οδηγεί το στράτευμα, στρατηγός, διοικητής, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· λέγεται για ναύαρχο, στρατηλάτης νεῶν, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

στρᾰ˘τ-ηλάτης, ου, ὁ, ἐλαύνω
a leader of an army, a general, commander, Soph., Eur., etc.; of an admiral, στρ. νεῶν Aesch.

English (Woodhouse)

commander, general

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό στρατός (τοῦ στρώννυμι) + ἐλαύνω. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στά ρήμ. ἐλαύνω καί στορέννυμι. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα τοῦ στρατηλάτης: στρατηλατῶ, στρατηλασία, στρατηλατικός.