κατεξαναστατικός: Difference between revisions

m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kateksanastatikos
|Transliteration C=kateksanastatikos
|Beta Code=katecanastatiko/s
|Beta Code=katecanastatiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[fit for resisting]], <b class="b3">ἀλγηδόνων, ὀχληρῶν</b>, <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>11.104</span>, <span class="bibl">106</span>; ἀρετὴ κ. δικαιοσύνης <span class="bibl">M.Ant.8.39</span>.</span>
|Definition=κατεξαναστατική, κατεξαναστατικόν, [[fit for resisting]], [[ἀλγηδόνων]], [[ὀχληρῶν]], S.E.''M.''11.104, 106; ἀρετὴ κ. δικαιοσύνης M.Ant.8.39.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1395.png Seite 1395]] ή, όν, sich wider Einen auflehnend, empörend, τινός, M. Anton. 8, 39; dem [[καταφρονητικός]] entsprechend bei Sext. Empir. adv. eth. 104. 106.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1395.png Seite 1395]] ή, όν, sich wider Einen auflehnend, empörend, τινός, M. Anton. 8, 39; dem [[καταφρονητικός]] entsprechend bei Sext. Empir. adv. eth. 104. 106.
}}
{{ls
|lstext='''κατεξαναστᾰτικός''': -ή, -όν, ἱκανὸς ἢ [[ἐπιτήδειος]] εἰς κατεξανάστασιν (συνάπτεται [[μετὰ]] τοῦ [[καταφρονητικός]]), πρὸς ἀντίστασιν ἢ ἐναντίωσιν, καταφρονητικὰ μὲν τοῦ ἡδέος, κατεξαναστατικὰ δὲ τῶν ἀγληδόνων Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 104, 107· δικαιοσύνης κατ. ἀρετὴν οὐχ ὁρῶ ἐν τῇ τοῦ λογικοῦ ζῴου κατασκευῇ Μ. Ἀντων. 8. 39.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />porté à la révolte, rebelle contre, gén..<br />'''Étymologie:''' [[κατεξανίσταμαι]].
|btext=ή, όν :<br />porté à la révolte, rebelle contre, gén..<br />'''Étymologie:''' [[κατεξανίσταμαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''κατεξᾰναστᾰτικός:''' [[бунтарский]], [[непокорный]], [[мятежный]] ([[διάνοια]] Sext.): κ. τινος Sext. восстающий против чего-л.
}}
{{ls
|lstext='''κατεξαναστᾰτικός''': -ή, -όν, ἱκανὸς ἢ [[ἐπιτήδειος]] εἰς κατεξανάστασιν (συνάπτεται μετὰ τοῦ [[καταφρονητικός]]), πρὸς ἀντίστασιν ἢ ἐναντίωσιν, καταφρονητικὰ μὲν τοῦ ἡδέος, κατεξαναστατικὰ δὲ τῶν ἀγληδόνων Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 104, 107· δικαιοσύνης κατ. ἀρετὴν οὐχ ὁρῶ ἐν τῇ τοῦ λογικοῦ ζῴου κατασκευῇ Μ. Ἀντων. 8. 39.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατεξαναστατικός]], -ή, -όν (Α) [[κατεξανίσταμαι]]<br />ο [[ικανός]] να αντιδρά, να εναντιώνεται σε κάποιον («καταφρονητικά... τοῦ ήδέος, κατεξαναστατικὰ δὲ τῶν ἀλγηδόνων», Σέξτ. Εμπ.).
|mltxt=[[κατεξαναστατικός]], -ή, -όν (Α) [[κατεξανίσταμαι]]<br />ο [[ικανός]] να αντιδρά, να εναντιώνεται σε κάποιον («καταφρονητικά... τοῦ ήδέος, κατεξαναστατικὰ δὲ τῶν ἀλγηδόνων», Σέξτ. Εμπ.).
}}
{{elru
|elrutext='''κατεξᾰναστᾰτικός:''' бунтарский, непокорный, мятежный ([[διάνοια]] Sext.): κ. τινος Sext. восстающий против чего-л.
}}
}}

Latest revision as of 11:08, 25 August 2023

English (LSJ)

κατεξαναστατική, κατεξαναστατικόν, fit for resisting, ἀλγηδόνων, ὀχληρῶν, S.E.M.11.104, 106; ἀρετὴ κ. δικαιοσύνης M.Ant.8.39.

German (Pape)

[Seite 1395] ή, όν, sich wider Einen auflehnend, empörend, τινός, M. Anton. 8, 39; dem καταφρονητικός entsprechend bei Sext. Empir. adv. eth. 104. 106.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
porté à la révolte, rebelle contre, gén..
Étymologie: κατεξανίσταμαι.

Russian (Dvoretsky)

κατεξᾰναστᾰτικός: бунтарский, непокорный, мятежный (διάνοια Sext.): κ. τινος Sext. восстающий против чего-л.

Greek (Liddell-Scott)

κατεξαναστᾰτικός: -ή, -όν, ἱκανὸς ἢ ἐπιτήδειος εἰς κατεξανάστασιν (συνάπτεται μετὰ τοῦ καταφρονητικός), πρὸς ἀντίστασιν ἢ ἐναντίωσιν, καταφρονητικὰ μὲν τοῦ ἡδέος, κατεξαναστατικὰ δὲ τῶν ἀγληδόνων Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 104, 107· δικαιοσύνης κατ. ἀρετὴν οὐχ ὁρῶ ἐν τῇ τοῦ λογικοῦ ζῴου κατασκευῇ Μ. Ἀντων. 8. 39.

Greek Monolingual

κατεξαναστατικός, -ή, -όν (Α) κατεξανίσταμαι
ο ικανός να αντιδρά, να εναντιώνεται σε κάποιον («καταφρονητικά... τοῦ ήδέος, κατεξαναστατικὰ δὲ τῶν ἀλγηδόνων», Σέξτ. Εμπ.).