мятежный
From LSJ
πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → The good father does not hold anger towards his son (Chaeremon, fragment 35)
Russian > Greek
κατεξαναστατικός, ἀνάστατος, ἀποστατικός, στασιωτικός, στασιαστικός, λάβρος, στασιώδης, θορυβοποιός