мятежный
From LSJ
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
Russian > Greek
κατεξαναστατικός, ἀνάστατος, ἀποστατικός, στασιωτικός, στασιαστικός, λάβρος, στασιώδης, θορυβοποιός