οἰνοειδής: Difference between revisions

m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "Hsch.]]s.v." to "Hsch.]] s.v.")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oinoeidis
|Transliteration C=oinoeidis
|Beta Code=oi)noeidh/s
|Beta Code=oi)noeidh/s
|Definition=ές, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[like wine]], Hsch.s.v. [[οἰνωπόν]].</span>
|Definition=οἰνοειδές, [[like wine]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[s.v.]] [[οἰνωπόν]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[οἰνοειδής]], -ές) [[οίνος]]<br />αυτός που μοιάζει με [[κρασί]] [[κατά]] τη [[γεύση]], το [[χρώμα]] ή τη [[σύσταση]] («οἰνοειδῆ ποτά», <b>Ησύχ.</b>).
|mltxt=-ές (Α [[οἰνοειδής]], -ές) [[οίνος]]<br />αυτός που μοιάζει με [[κρασί]] [[κατά]] τη [[γεύση]], το [[χρώμα]] ή τη [[σύσταση]] («οἰνοειδῆ ποτά», <b>Ησύχ.</b>).
}}
{{pape
|ptext=ές, <i>[[weinähnlich]], -[[artig]]</i>, Hesych.
}}
}}

Latest revision as of 10:10, 23 March 2024

English (LSJ)

οἰνοειδές, like wine, Hsch. s.v. οἰνωπόν.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνοειδής: -ές, ὅμοιος οἴνῳ, Ἡσύχ. ἐν λ. οἰνωπόν.

Greek Monolingual

-ές (Α οἰνοειδής, -ές) οίνος
αυτός που μοιάζει με κρασί κατά τη γεύση, το χρώμα ή τη σύσταση («οἰνοειδῆ ποτά», Ησύχ.).

German (Pape)

ές, weinähnlich, -artig, Hesych.