ἀστερώδης: Difference between revisions

m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=asterodis
|Transliteration C=asterodis
|Beta Code=a)sterw/dhs
|Beta Code=a)sterw/dhs
|Definition=ες, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ἀστεροειδής]], [[Ποταμός]] Sch.<span class="bibl">Arat.355</span>.</span>
|Definition=ἀστερῶδες, = [[ἀστεροειδής]], [[Ποταμός]] Sch.Arat.355.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ες [[estrellado]] ποταμός Sch.Arat.355.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀστερώδης''': -ες, = [[ἀστεροειδής]], Σχόλ. εἰς Ἄρατ. 47.
|lstext='''ἀστερώδης''': -ες, = [[ἀστεροειδής]], Σχόλ. εἰς Ἄρατ. 47.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ες [[estrellado]] ποταμός Sch.Arat.355.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀστερώδης]], -ες (Α)<br />ο [[αστεροειδής]].
|mltxt=[[ἀστερώδης]], -ες (Α)<br />ο [[αστεροειδής]].
}}
}}

Latest revision as of 06:30, 26 August 2023

English (LSJ)

ἀστερῶδες, = ἀστεροειδής, Ποταμός Sch.Arat.355.

Spanish (DGE)

-ες estrellado ποταμός Sch.Arat.355.

German (Pape)

[Seite 375] ες, = ἀστεροειδής, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστερώδης: -ες, = ἀστεροειδής, Σχόλ. εἰς Ἄρατ. 47.

Greek Monolingual

ἀστερώδης, -ες (Α)
ο αστεροειδής.