ἀστεροειδής
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
English (LSJ)
ἀστεροειδές,
A star-like, Ph.1.20,633 (Sup.), Plu.2.933e. Adv. ἀστεροειδῶς Dsc.1.19.
II starred, starry, E.Fr.114 ap.Ar.Th.1067.
Spanish (DGE)
-ές
I 1estrellado ἀστεροειδέα νῶτα ... αἰθέρος ἱερᾶς E.Fr.114.
2 semejante a las estrellas φύσεις Ph.1.20, αὐγαί Ph.1.633, σῶμα Plu.2.933e.
II adv. -ῶς de manera semejante a una estrella ὁ δὲ δεδολωμένος ἐπιπλεῖ ... διαχεόμενος ἀ. Dsc.1.19.
German (Pape)
[Seite 375] ές, sternenähnlich, Plut.; gestirnt, voll Sterne, αἰθήρ Eur. Andr. frg. 28, 3; vgl. Ar. Th. 1066.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 semblable à une étoile, astéroïde;
2 étoilé.
Étymologie: ἀστήρ, εἶδος.
Russian (Dvoretsky)
ἀστεροειδής:
1 звездообразный (σῶμα πύρινον καὶ ἀστεροειδές Plut.);
2 звездный (αἰθήρ Eur., Arph.; οὐρανός Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀστεροειδής: -ές, ὅμοιος ἀστέρι, Πλούτ. 2. 933Ε. - Ἐπίρρ. -δῶς Διοσκ. 1. 18. ΙΙ. πλήρης ἀστέρων, ἀστερώδης, Εὐρ. (Ἀποσπ. 114) παρ’ Ἀριστοφ. Θεσμ. 1067.
Greek Monolingual
-ές (AM ἀστεροειδής, -ές)
ο όμοιος με αστέρα
νεοελλ.
ο γεμάτος αστέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αστήρ (-έρος) + -ειδής < είδος].
Translations
starry
Bulgarian: звезден; Catalan: estelat; French: étoilé; Galician: estrelado; German: sternenklar, gestirnt, bestirnt; Greek: έναστρος; Ancient Greek: ἀστέριος, ἀστεροειδής, ἀστερόεις, ἀστερωπός, ἀστραῖος, ἀστροειδής, ἀστρῷος, ἔναστρος, πολύαστρος; Icelandic: stjörnubjartur; Ingrian: tähekäs; Irish: réaltach, réaltógach; Italian: stellato; Latin: stellatus, sidereus; Macedonian: ѕвезден; Old English: āstierred; Polish: gwieździsty, gwiaździsty, gwiezdny, rozgwieżdżony; Portuguese: estrelado; Romanian: înstelat; Russian: звёздный; Spanish: estrellado, estelífero, astrífero; Turkish: yıldızlı; Welsh: serennog, serog