πρωτόκαρπος: Difference between revisions

m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=protokarpos
|Transliteration C=protokarpos
|Beta Code=prwto/karpos
|Beta Code=prwto/karpos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[yielding the first harvest]], Ἀτθίς <span class="bibl">Limen.12</span>.</span>
|Definition=πρωτόκαρπον, [[yielding the first harvest]], Ἀτθίς Limen.12.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που αποφέρει τους πρώτους καρπούς του, που δίνει την πρώτη του [[σοδειά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[καρπός]]].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που αποφέρει τους πρώτους καρπούς του, που δίνει την πρώτη του [[σοδειά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[καρπός]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:01, 25 August 2023

English (LSJ)

πρωτόκαρπον, yielding the first harvest, Ἀτθίς Limen.12.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αποφέρει τους πρώτους καρπούς του, που δίνει την πρώτη του σοδειά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + καρπός].