σοδειά

From LSJ

Λιμὴν πέφυκε πᾶσι παιδεία βροτοῖς → Omnibus doctrina portus est mortalibus → Ein Hafen ist die Bildung allen Sterblichen

Menander, Monostichoi, 312

Greek Monolingual

και σοδιά, η, Ν
1. η συγκομιδή τών καρπών ή άλλων αγροτικών προϊόντων αφού ωριμάσουν
2. το σύνολο τών καρπών και προϊόντων που συγκομίζονται για μια χρονική περίοδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εἰσοδεία, με συνίζηση του -εια και σίγηση του αρκτικού / i / γιατί θεωρήθηκε ως το άρθρο η (βλ. και λ. εσοδεία)].