ἀραίρηκα: Difference between revisions

m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (pape replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=arairika
|Transliteration C=arairika
|Beta Code=a)rai/rhka
|Beta Code=a)rai/rhka
|Definition=ἀραιρ-ημένος, ἀραίρ-ητο, <span class="sense"><span class="bld">A</span> v. [[αἱρέω]].</span>
|Definition=ἀραιρ-ημένος, ἀραίρ-ητο, v. [[αἱρέω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=ἀραίρημένοςἀραίρητο v. [[αἱρέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀραίρηκα''': -ημένος, -ητο, Ἰων. τύποι μετ’ ἀναδιπλ., ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] [[αἱρέω]].
|lstext='''ἀραίρηκα''': -ημένος, -ητο, Ἰων. τύποι μετ’ ἀναδιπλ., ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] [[αἱρέω]].
}}
}}
{{DGE
{{lsm
|dgtxt=ἀραίρημένοςἀραίρητο v. [[αἱρέω]].
|lsmtext='''ἀραίρηκα:''' αναδιπλ. [[τύπος]] του <i>ᾔρηκα</i>, παρακ. του [[αἱρέω]]· [[ἀραίρημαι]], Παθ.· [[ἀραίρητο]], γʹ ενικ. Παθ. υπερσ.
}}
}}
{{lsm
{{pape
|lsmtext='''ἀραίρηκα:''' αναδιπλ. [[τύπος]] του <i>ᾔρηκα</i>, παρακ. του [[αἱρέω]]· [[ἀραίρημαι]], Παθ.· [[ἀραίρητο]], γʹ ενικ. Παθ. υπερσ.
|ptext=ion. perf. act. zu [[αἱρέω]], Her.
}}
}}

Latest revision as of 16:46, 24 November 2022

English (LSJ)

ἀραιρ-ημένος, ἀραίρ-ητο, v. αἱρέω.

Spanish (DGE)

ἀραίρημένοςἀραίρητο v. αἱρέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀραίρηκα: -ημένος, -ητο, Ἰων. τύποι μετ’ ἀναδιπλ., ἴδε τὸ ῥῆμα αἱρέω.

Greek Monotonic

ἀραίρηκα: αναδιπλ. τύπος του ᾔρηκα, παρακ. του αἱρέω· ἀραίρημαι, Παθ.· ἀραίρητο, γʹ ενικ. Παθ. υπερσ.

German (Pape)

ion. perf. act. zu αἱρέω, Her.