3,270,341
edits
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. ]") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[ὑπερήμερος]], -ον, ΝΑ, και βοιωτ. τ. ὑπεράμερος, -ον, Α<br />αυτός που καθυστερεί ή υπερβαίνει την [[προθεσμία]] εκπλήρωσης μιας υποχρέωσης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(νομ.)</b> ο [[οφειλέτης]] ή ο [[δανειστής]] που [[είναι]] [[υπαίτιος]] υπερημερίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που υπερβαίνει τον κατάλληλο χρόνο για την [[τέλεση]] έργου ή ενέργειας (α. «ὑπερήμεροί μοι τῶν γάμων αἱ παρθένοι» — πέρασαν πια τον καιρό της παντρειάς τα κορίτσια μου, Αναξανδρ.<br />β. «[[ὑπερήμερος]] τῆς ἀκροάσεως» — [[μεγάλος]] πια για να μαθητεύσει, Φιλόστρ.)<br /><b>2.</b> αυτός που για να γίνει απαιτείται [[χρονικό]] [[διάστημα]] μεγαλύτερο της μιας ημέρας<br /><b>3.</b> (<b>για πράγμ.</b>) όψιμος (α. «[[ὑπερήμερος]] τοῦ βίου» — αυτός που διαρκεί [[πέρα]] από τον βίο κάποιου, που υπερβαίνει τα όρια της ζωής του, Λογγίν.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ὑπερήμερον [[λαμβάνω]] τινά» — έχω το [[δικαίωμα]] να ενεργήσω [[κατάσχεση]] σε κάποιον λόγω εκπρόθεσμης εκτέλεσης υποχρέωσης που είχε [[προς]] εμένα (<b>Δημοσθ.</b>)<br />β) «τὸ ὑπεράμερον τῶν ὁδέων» — [[πρόστιμο]] σε [[περίπτωση]] μη εμπρόθεσμης διανομής αντικειμένου <b>επιγρ.</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[ήμερος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἡμέρα]]), | |mltxt=-η, -ο / [[ὑπερήμερος]], -ον, ΝΑ, και βοιωτ. τ. ὑπεράμερος, -ον, Α<br />αυτός που καθυστερεί ή υπερβαίνει την [[προθεσμία]] εκπλήρωσης μιας υποχρέωσης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(νομ.)</b> ο [[οφειλέτης]] ή ο [[δανειστής]] που [[είναι]] [[υπαίτιος]] υπερημερίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που υπερβαίνει τον κατάλληλο χρόνο για την [[τέλεση]] έργου ή ενέργειας (α. «ὑπερήμεροί μοι τῶν γάμων αἱ παρθένοι» — πέρασαν πια τον καιρό της παντρειάς τα κορίτσια μου, Αναξανδρ.<br />β. «[[ὑπερήμερος]] τῆς ἀκροάσεως» — [[μεγάλος]] πια για να μαθητεύσει, Φιλόστρ.)<br /><b>2.</b> αυτός που για να γίνει απαιτείται [[χρονικό]] [[διάστημα]] μεγαλύτερο της μιας ημέρας<br /><b>3.</b> (<b>για πράγμ.</b>) όψιμος (α. «[[ὑπερήμερος]] τοῦ βίου» — αυτός που διαρκεί [[πέρα]] από τον βίο κάποιου, που υπερβαίνει τα όρια της ζωής του, Λογγίν.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ὑπερήμερον [[λαμβάνω]] τινά» — έχω το [[δικαίωμα]] να ενεργήσω [[κατάσχεση]] σε κάποιον λόγω εκπρόθεσμης εκτέλεσης υποχρέωσης που είχε [[προς]] εμένα (<b>Δημοσθ.</b>)<br />β) «τὸ ὑπεράμερον τῶν ὁδέων» — [[πρόστιμο]] σε [[περίπτωση]] μη εμπρόθεσμης διανομής αντικειμένου <b>επιγρ.</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[ήμερος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἡμέρα]]), [[πρβλ]]. [[ἐφήμερος]]]. | ||
}} | }} |