κοραῖος: Difference between revisions

m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=koraios
|Transliteration C=koraios
|Beta Code=korai=os
|Beta Code=korai=os
|Definition=α, ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of a maiden]], <b class="b3">ἠλακάτης δὲ κοραίης</b> Epic.in<span class="title">Arch.Pap.</span>7.8.</span>
|Definition=α, ον, [[of a maiden]], <b class="b3">ἠλακάτης δὲ κοραίης</b> Epic.in''Arch.Pap.''7.8.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=κοραῖος, -αία, -ον (Α) [[κόρη]]<br /><b>πάπ.</b> αυτός που ανήκει σε [[κόρη]] («ἠλακάτης δὲ κοραίης», πάπ.).
|mltxt=κοραῖος, -αία, -ον (Α) [[κόρη]]<br /><b>πάπ.</b> αυτός που ανήκει σε [[κόρη]] («ἠλακάτης δὲ κοραίης», πάπ.).
}}
}}

Latest revision as of 11:38, 25 August 2023

English (LSJ)

α, ον, of a maiden, ἠλακάτης δὲ κοραίης Epic.inArch.Pap.7.8.

Greek Monolingual

κοραῖος, -αία, -ον (Α) κόρη
πάπ. αυτός που ανήκει σε κόρη («ἠλακάτης δὲ κοραίης», πάπ.).