χαλδαϊκός: Difference between revisions
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος") |
mNo edit summary |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / | |mltxt=-ή, -ό / χαλδαϊκός, -ή, -όν, ΝΜΑ [[Χαλδαῖος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Χαλδαίους ή στη [[χώρα]] τους<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Χαλδαϊκή Εκκλησία»<br /><b>εκκλ.</b> [[τμήμα]] της Νεστοριανής Εκκλησίας, που είχε σημαντική [[παρουσία]] στη Μεσοποταμία και στην Περσία από τον 5ο αιώνα, [[αλλά]] διασκορπίστηκε αργότερα και, [[σήμερα]], [[είναι]] μια ουνιτική Εκκλησία με [[έδρα]] τη Βαγδάτη<br />β) «χαλδαϊκή [[γλώσσα]]» — αρχαία [[γλώσσα]] της βορειοανατολικής Ανατολίας, επίσημη [[γλώσσα]] της Ουραρτού από τον 9ο έως τον 6ο αιώνα π.Χ., αλλ. ουραρτική ή βανική [[γλώσσα]]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[Chaldean]]=== | |||
Arabic: كَلْدَانِيّ; Coptic: ⲭⲁⲗⲇⲁⲓⲟⲥ; Czech: chaldejský; Danish: kaldæisk; Esperanto: ĥaldea; Finnish: kaldealainen; Galician: caldeo; German: [[chaldäisch]]; Greek: [[χαλδαϊκός]]; Hebrew: כַּשְׂדִּי; Irish: Caildéach; Latin: [[chaldaicus]]; Polish: chaldejski; Russian: [[халдейский]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:13, 26 January 2024
Greek Monolingual
-ή, -ό / χαλδαϊκός, -ή, -όν, ΝΜΑ Χαλδαῖος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Χαλδαίους ή στη χώρα τους
2. φρ. «Χαλδαϊκή Εκκλησία»
εκκλ. τμήμα της Νεστοριανής Εκκλησίας, που είχε σημαντική παρουσία στη Μεσοποταμία και στην Περσία από τον 5ο αιώνα, αλλά διασκορπίστηκε αργότερα και, σήμερα, είναι μια ουνιτική Εκκλησία με έδρα τη Βαγδάτη
β) «χαλδαϊκή γλώσσα» — αρχαία γλώσσα της βορειοανατολικής Ανατολίας, επίσημη γλώσσα της Ουραρτού από τον 9ο έως τον 6ο αιώνα π.Χ., αλλ. ουραρτική ή βανική γλώσσα.
Translations
Chaldean
Arabic: كَلْدَانِيّ; Coptic: ⲭⲁⲗⲇⲁⲓⲟⲥ; Czech: chaldejský; Danish: kaldæisk; Esperanto: ĥaldea; Finnish: kaldealainen; Galician: caldeo; German: chaldäisch; Greek: χαλδαϊκός; Hebrew: כַּשְׂדִּי; Irish: Caildéach; Latin: chaldaicus; Polish: chaldejski; Russian: халдейский