Καρυάτιδα: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ") |
m (Text replacement - "χεῑρα" to "χεῖρα") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM | |mltxt=η (AM [[Καρυᾶτις]], -ιδος)<br /><b>αρχιτ.</b> [[κίονας]] που έχει γυναικεία [[μορφή]] και υποβαστάζει τον θριγκό ενός οικοδομήματος (α. «οι Καρυάτιδες του Ερεχθείου» β. «δειπνεῖν δεῖ ὑποστήσαντα τὴν ἀριστερὰν χεῖρα [[ὥσπερ]] αἱ Καρυάτιδες», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ιέρεια]] τὴς Αρτέμιδος<br /><b>2.</b> επίθ. της Αρτέμιδος («[[ἄγαλμα]] ἕστηκεν Ἀρτέμιδος ἐν ὑπαίθρῳ Καρυάτιδος», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον <b>Πολυδ.</b>) [[είδος]] χορού [[προς]] [[τιμή]] της Αρτέμιδος στις Καρυές της Λακωνικής<br /><b>3.</b> [[είδος]] σκουλαρικιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> τοπων. [[Καρύαι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ᾶτις</i> (πρβλ. <i>Γυθ</i>-<i>άτις</i>)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:08, 8 May 2022
Greek Monolingual
η (AM Καρυᾶτις, -ιδος)
αρχιτ. κίονας που έχει γυναικεία μορφή και υποβαστάζει τον θριγκό ενός οικοδομήματος (α. «οι Καρυάτιδες του Ερεχθείου» β. «δειπνεῖν δεῖ ὑποστήσαντα τὴν ἀριστερὰν χεῖρα ὥσπερ αἱ Καρυάτιδες», Αθήν.)
αρχ.
1. ιέρεια τὴς Αρτέμιδος
2. επίθ. της Αρτέμιδος («ἄγαλμα ἕστηκεν Ἀρτέμιδος ἐν ὑπαίθρῳ Καρυάτιδος», Παυσ.)
2. (κατά τον Πολυδ.) είδος χορού προς τιμή της Αρτέμιδος στις Καρυές της Λακωνικής
3. είδος σκουλαρικιού.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < τοπων. Καρύαι + κατάλ. -ᾶτις (πρβλ. Γυθ-άτις)].