ετερόχρους: Difference between revisions
Ἕωθεν προλέγειν ἑαυτῷ: συντεύξομαι περιέργῳ, ἀχαρίστῳ, ὑβριστῇ, δολερῷ, βασκάνῳ, ἀκοινωνήτῳ: πάντα ταῦτα συμβέβηκεν ἐκείνοις παρὰ τὴν ἄγνοιαν τῶν ἀγαθῶν καὶ κακῶν. → When you wake up in the morning, tell yourself: The people I deal with today will be meddling, ungrateful, arrogant, dishonest, jealous, and surly. They are like this because they can't tell good from evil. | Say to yourself in the early morning: I shall meet today inquisitive, ungrateful, violent, treacherous, envious, uncharitable men. All these things have come upon them through ignorance of real good and ill.
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ουν (ΑΜ ἑτερόχρους, -ουν)<br />αυτός που διαφέρει [[κατά]] τον χρωματισμό, αυτός που έχει διαφορετικό [[χρώμα]], ο [[ετερόχρωμος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αποτελείται από διάφορα χρώματα, ο [[παρδαλός]], ο [[ποικιλόχρωμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>χρως</i>), [[πρβλ]]. | |mltxt=-ουν (ΑΜ ἑτερόχρους, -ουν)<br />αυτός που διαφέρει [[κατά]] τον χρωματισμό, αυτός που έχει διαφορετικό [[χρώμα]], ο [[ετερόχρωμος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αποτελείται από διάφορα χρώματα, ο [[παρδαλός]], ο [[ποικιλόχρωμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>χρως</i>), [[πρβλ]]. [[μελανόχρους]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 06:45, 8 May 2023
Greek Monolingual
-ουν (ΑΜ ἑτερόχρους, -ουν)
αυτός που διαφέρει κατά τον χρωματισμό, αυτός που έχει διαφορετικό χρώμα, ο ετερόχρωμος
αρχ.
αυτός που αποτελείται από διάφορα χρώματα, ο παρδαλός, ο ποικιλόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -χρους (< χρως), πρβλ. μελανόχρους].