ηλιοκαής: Difference between revisions

From LSJ

Μέγιστον ὀργῆς ἐστι φάρμακον λόγος → Irae remedium maximum est oratio → Das beste Mittel gegen Zorn: ein gutes Wort

Menander, Monostichoi, 346
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ἡλιοκαής]], -ές)<br />ο καμένος από τον ήλιο, [[ηλιοκαμένος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo ἡλιοκαές</i><br />[[είδος]] φαρμακευτικής σκόνης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηλιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>καης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[καίω]]), [[πρβλ]]. <i>δια</i>-<i>καής</i>, <i>πυρι</i>-<i>καής</i>].
|mltxt=-ές (Α [[ἡλιοκαής]], -ές)<br />ο καμένος από τον ήλιο, [[ηλιοκαμένος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo ἡλιοκαές</i><br />[[είδος]] φαρμακευτικής σκόνης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηλιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>καης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[καίω]]), [[πρβλ]]. [[διακαής]], [[πυρικαής]]].
}}
}}

Latest revision as of 17:55, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ές (Α ἡλιοκαής, -ές)
ο καμένος από τον ήλιο, ηλιοκαμένος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τo ἡλιοκαές
είδος φαρμακευτικής σκόνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -καης (< καίω), πρβλ. διακαής, πυρικαής].