θηριόστερνος: Difference between revisions
From LSJ
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θηριόστερνος]], -ον (Μ)<br />αυτός που έχει [[καρδιά]] θηρίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θηρίο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στερνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στέρνον]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[θηριόστερνος]], -ον (Μ)<br />αυτός που έχει [[καρδιά]] θηρίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θηρίο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στερνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στέρνον]]), [[πρβλ]]. [[ευρύστερνος]], [[λασιόστερνος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:55, 23 August 2021
Greek (Liddell-Scott)
θηριόστερνος: -ον, ἔχων στέρνον θηρίου ἀγρίου, Νικήτ. Εὐγεν. 4. 178.
Greek Monolingual
θηριόστερνος, -ον (Μ)
αυτός που έχει καρδιά θηρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + -στερνος (< στέρνον), πρβλ. ευρύστερνος, λασιόστερνος].