θοινάτωρ: Difference between revisions

m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "E.''Ion'' " to "E.''Ion''")
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=θοινάτωρ
|Full diacritics=θοινᾱ́τωρ
|Medium diacritics=θοινάτωρ
|Medium diacritics=θοινάτωρ
|Low diacritics=θοινάτωρ
|Low diacritics=θοινάτωρ
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thoinator
|Transliteration C=thoinator
|Beta Code=qoina/twr
|Beta Code=qoina/twr
|Definition=[<b class="b3">ᾱ], ορος, ὁ</b>, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[feaster]], <span class="bibl">E.<span class="title">Ion</span>1206</span>, <span class="bibl">1217</span>.</span>
|Definition=[ᾱ], ορος, ὁ, [[feaster]], [[Euripides|E.]]''[[Ion]]''1206, 1217.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1213.png Seite 1213]] ορος, ὁ, = [[θοινατήρ]], der Schmausende, Eur. Ion 1206. 1217. Vgl. [[θοινήτωρ]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1213.png Seite 1213]] ορος, ὁ, = [[θοινατήρ]], der Schmausende, Eur. Ion 1206. 1217. Vgl. [[θοινήτωρ]].
}}
{{bailly
|btext=ορος (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[θοινατήρ]].
}}
{{elru
|elrutext='''θοινάτωρ:''' ορος (ᾱ) ὁ Eur. = [[θοινατήρ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θοινάτωρ''': ᾱ, ορος, ὁ, [[θοινατήρ]], Εὐρ. ἐν Ἴωνι 1206, 1217· πρβλ. [[θοινήτωρ]].
|lstext='''θοινάτωρ''': ᾱ, ορος, ὁ, [[θοινατήρ]], Εὐρ. ἐν Ἴωνι 1206, 1217· πρβλ. [[θοινήτωρ]].
}}
{{bailly
|btext=ορος (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[θοινατήρ]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θοινάτωρ]], -ορος, ὁ (Α)<br />[[θοινατήρ]], [[συμποσιαστής]], αυτός που μετέχει σε [[συμπόσιο]], ο ευωχούμενος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θοινώ]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τωρ</i> ([[πρβλ]]. <i>γενέ</i>-<i>τωρ</i>, <i>ευπά</i>-<i>τωρ</i>, <i>συνδαί</i>-<i>τωρ</i>)].
|mltxt=[[θοινάτωρ]], -ορος, ὁ (Α)<br />[[θοινατήρ]], [[συμποσιαστής]], αυτός που μετέχει σε [[συμπόσιο]], ο ευωχούμενος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θοινώ]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τωρ</i> ([[πρβλ]]. [[γενέτωρ]], [[ευπάτωρ]], [[συνδαίτωρ]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θοινάτωρ:''' [ᾱ], -ορος, ὁ, = [[θοινατήρ]], σε Ευρ.
|lsmtext='''θοινάτωρ:''' [ᾱ], -ορος, ὁ, = [[θοινατήρ]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''θοινάτωρ:''' ορος (ᾱ) ὁ Eur. = [[θοινατήρ]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 09:34, 25 October 2024

English (LSJ)

[ᾱ], ορος, ὁ, feaster, E.Ion1206, 1217.

German (Pape)

[Seite 1213] ορος, ὁ, = θοινατήρ, der Schmausende, Eur. Ion 1206. 1217. Vgl. θοινήτωρ.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
c. θοινατήρ.

Russian (Dvoretsky)

θοινάτωρ: ορος (ᾱ) ὁ Eur. = θοινατήρ.

Greek (Liddell-Scott)

θοινάτωρ: ᾱ, ορος, ὁ, θοινατήρ, Εὐρ. ἐν Ἴωνι 1206, 1217· πρβλ. θοινήτωρ.

Greek Monolingual

θοινάτωρ, -ορος, ὁ (Α)
θοινατήρ, συμποσιαστής, αυτός που μετέχει σε συμπόσιο, ο ευωχούμενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θοινώ + επίθημα -τωρ (πρβλ. γενέτωρ, ευπάτωρ, συνδαίτωρ)].

Greek Monotonic

θοινάτωρ: [ᾱ], -ορος, ὁ, = θοινατήρ, σε Ευρ.

Middle Liddell

θοινά¯τωρ, ορος, = θοινατήρ, Eur.] [from θοινάω

English (Woodhouse)

guest at a feast