κομματούλι: Difference between revisions

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και κομματσούλι, το (Μ [[κομματούλι]] και κομματσούλι)<br />μικρό [[κομμάτι]], [[κομματάκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κομμάτι]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ούλι</i> ([[πρβλ]]. <i>περιοδικ</i>-<i>ούλι</i>, <i>χερ</i>-<i>ούλι</i>). Ο τ. <i>κομματσούλι</i> σχηματίστηκε με τσιτακισμό ([[τροπή]] του -<i>τ</i>- και -<i>κ</i>- σε -<i>τσ</i>-)].
|mltxt=και κομματσούλι, το (Μ [[κομματούλι]] και κομματσούλι)<br />μικρό [[κομμάτι]], [[κομματάκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κομμάτι]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ούλι</i> ([[πρβλ]]. [[περιοδικούλι]], [[χερούλι]]). Ο τ. <i>κομματσούλι</i> σχηματίστηκε με τσιτακισμό ([[τροπή]] του -<i>τ</i>- και -<i>κ</i>- σε -<i>τσ</i>-)].
}}
}}

Latest revision as of 18:35, 23 August 2021

Greek Monolingual

και κομματσούλι, το (Μ κομματούλι και κομματσούλι)
μικρό κομμάτι, κομματάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κομμάτι + υποκορ. κατάλ. -ούλι (πρβλ. περιοδικούλι, χερούλι). Ο τ. κομματσούλι σχηματίστηκε με τσιτακισμό (τροπή του -τ- και -κ- σε -τσ-)].