μελιγηθής: Difference between revisions
From LSJ
μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (Α [[μελιγηθής]] και δωρ. τ. [[μελιγαθής]], -ές)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[μελιγηθής]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] εντόμων της οικογένειας nitidulidae, που περιλαμβάνει είδη εντόμων μικρού ή πολύ μικρού μεγέθους<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που [[είναι]] [[γλυκός]] και ευφραίνει σαν το [[μέλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλι]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γηθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γῆθος]] <span style="color: red;"><</span> <i>γηθῶ</i> «[[ευφραίνω]]»), [[πρβλ]]. | |mltxt=-ές (Α [[μελιγηθής]] και δωρ. τ. [[μελιγαθής]], -ές)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[μελιγηθής]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] εντόμων της οικογένειας nitidulidae, που περιλαμβάνει είδη εντόμων μικρού ή πολύ μικρού μεγέθους<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που [[είναι]] [[γλυκός]] και ευφραίνει σαν το [[μέλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλι]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γηθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γῆθος]] <span style="color: red;"><</span> <i>γηθῶ</i> «[[ευφραίνω]]»), [[πρβλ]]. [[πλουτογηθής]], [[πολυγηθής]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:58, 23 August 2021
Greek Monolingual
-ές (Α μελιγηθής και δωρ. τ. μελιγαθής, -ές)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο μελιγηθής
ζωολ. γένος εντόμων της οικογένειας nitidulidae, που περιλαμβάνει είδη εντόμων μικρού ή πολύ μικρού μεγέθους
αρχ.
αυτός που είναι γλυκός και ευφραίνει σαν το μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + -γηθής (< γῆθος < γηθῶ «ευφραίνω»), πρβλ. πλουτογηθής, πολυγηθής)].