ευήνωρ: Difference between revisions

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐήνωρ]] και δωρ. τ. [[εὐάνωρ]], ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που διεγείρει ή δυναμώνει τον άνδρα (α. «φέρον δ' εὐήνορα [[οἶνον]]» β. «φέρον δ' εὐήνορα χαλκόν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[πόλη]], [[χώρα]] <b>κ.λπ.</b>) [[εύανδρος]] («ἐν εὐάνορι Λυδοῡ Πέλοπος [[ἀποικία]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> (για τον δούρειο ίππο με τους γενναίους πολεμιστές) «φυὴν εὐήνορος ἵππου»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ήνωρ</i>, αρχαία [[μορφή]] του [[ανήρ]] ως β' συνθετικού ([[πρβλ]]. [[αγήνωρ]], [[φθεισήνωρ]])].
|mltxt=[[εὐήνωρ]] και δωρ. τ. [[εὐάνωρ]], ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που διεγείρει ή δυναμώνει τον άνδρα (α. «φέρον δ' εὐήνορα [[οἶνον]]» β. «φέρον δ' εὐήνορα χαλκόν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[πόλη]], [[χώρα]] <b>κ.λπ.</b>) [[εύανδρος]] («ἐν εὐάνορι Λυδοῦ Πέλοπος [[ἀποικία]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> (για τον δούρειο ίππο με τους γενναίους πολεμιστές) «φυὴν εὐήνορος ἵππου»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ήνωρ</i>, αρχαία [[μορφή]] του [[ανήρ]] ως β' συνθετικού ([[πρβλ]]. [[αγήνωρ]], [[φθεισήνωρ]])].
}}
}}

Latest revision as of 19:55, 13 June 2022

Greek Monolingual

εὐήνωρ και δωρ. τ. εὐάνωρ, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που διεγείρει ή δυναμώνει τον άνδρα (α. «φέρον δ' εὐήνορα οἶνον» β. «φέρον δ' εὐήνορα χαλκόν», Ομ. Οδ.)
2. (για πόλη, χώρα κ.λπ.) εύανδρος («ἐν εὐάνορι Λυδοῦ Πέλοπος ἀποικία», Πίνδ.)
3. φρ. (για τον δούρειο ίππο με τους γενναίους πολεμιστές) «φυὴν εὐήνορος ἵππου»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ήνωρ, αρχαία μορφή του ανήρ ως β' συνθετικού (πρβλ. αγήνωρ, φθεισήνωρ)].