διαδίκασμα: Difference between revisions

(4)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diadikasma
|Transliteration C=diadikasma
|Beta Code=diadi/kasma
|Beta Code=diadi/kasma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">object of litigation in a</b> <b class="b3">διαδικασία</b>, <span class="bibl">Lys.17.10</span>.</span>
|Definition=-ατος, τό, [[object of litigation in a]] [[διαδικασία]], Lys.17.10.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[adjudicación de propiedad]] μοι ψηφίσασθαι τὸ δ. Lys.17.10.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />objet d'un procès à régler par [[διαδικασία]].<br />'''Étymologie:''' [[διαδικάζω]].
}}
{{elnl
|elnltext=διαδίκασμα -ατος, τό [διαδικάζω] jur. aanspraak, vordering.
}}
{{pape
|ptext=τό, <i>der [[Gegenstand]] eines Prozesses, einer Diadikasie</i>, Lys. 17.10.
}}
{{elru
|elrutext='''διαδίκασμα:''' ατος τό юр. диадикасма, т. е. предмет судебного спора Lys.
}}
{{grml
|mltxt=[[διαδίκασμα]], το (Α)<br />το [[αντικείμενο]] της διαδικασίας.
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαδίκασμα:''' -ατος, τό, [[αντικείμενο]] δίκης σε [[μία]] [[διαδικασία]], σε Λυσ.
}}
{{ls
|lstext='''διαδίκασμα''': τό, τὸ ἀντικείμενον τῆς διαδικασίας, Λυσ. 149. 7, πρβλ. Att. Process, σ. 368.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[διαδίκασμα]], ατος, τό,<br />the [[object]] of [[litigation]] in a [[διαδικασία]], Lys.
}}
}}

Latest revision as of 11:54, 25 August 2023

English (LSJ)

-ατος, τό, object of litigation in a διαδικασία, Lys.17.10.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
adjudicación de propiedad μοι ψηφίσασθαι τὸ δ. Lys.17.10.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
objet d'un procès à régler par διαδικασία.
Étymologie: διαδικάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαδίκασμα -ατος, τό [διαδικάζω] jur. aanspraak, vordering.

German (Pape)

τό, der Gegenstand eines Prozesses, einer Diadikasie, Lys. 17.10.

Russian (Dvoretsky)

διαδίκασμα: ατος τό юр. диадикасма, т. е. предмет судебного спора Lys.

Greek Monolingual

διαδίκασμα, το (Α)
το αντικείμενο της διαδικασίας.

Greek Monotonic

διαδίκασμα: -ατος, τό, αντικείμενο δίκης σε μία διαδικασία, σε Λυσ.

Greek (Liddell-Scott)

διαδίκασμα: τό, τὸ ἀντικείμενον τῆς διαδικασίας, Λυσ. 149. 7, πρβλ. Att. Process, σ. 368.

Middle Liddell

διαδίκασμα, ατος, τό,
the object of litigation in a διαδικασία, Lys.