συνωριαστής: Difference between revisions

m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synoriastis
|Transliteration C=synoriastis
|Beta Code=sunwriasth/s
|Beta Code=sunwriasth/s
|Definition=οῦ, ὁ, [[one who drives a]] [[συνωρίς]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Zeux.</span>9</span>.
|Definition=συνωριαστοῦ, ὁ, [[one who drives a]] [[συνωρίς]], Luc.''Zeux.''9.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''συνωριαστής''': -οῦ, ὁ, ἐλαύνων, διοικῶν συνωρίδα, ἁρματηλάταις καὶ συνωριασταῖς Λουκ. ἐν Ζεύξ. 9.
|btext=ής, ές :<br />[[conducteur d'un char à deux chevaux]].<br />'''Étymologie:''' [[συνωρίς]].
}}
{{elnl
|elnltext=συνωριαστής -οῦ, ὁ [συνωρίς] [[menner van een tweespan]].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>der auf einem zweispännigen [[Wagen]] fährt</i>, Luc. <i>Zeux</i>. 9.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ής, ές :<br />conducteur d'un char à deux chevaux.<br />'''Étymologie:''' [[συνωρίς]].
|elrutext='''συνωριαστής:''' οῦ ὁ [[συνωρίς]] синориаст, управляющий пароконной колесницей Luc.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που οδηγεί [[συνωρίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συνωρίς]], -[[ίδος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαστής</i> μέσω ενός αμάρτυρου ρ. <i>συνωριάζω</i>].
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που οδηγεί [[συνωρίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συνωρίς]], -ίδος <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαστής</i> μέσω ενός αμάρτυρου ρ. <i>συνωριάζω</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνωριαστής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που διοικεί [[συνωρίδα]] ([[συνωρίς]]), [[αμαξηλάτης]] σε [[άμαξα]] [[δύο]] αλόγων, σε Λουκ.
|lsmtext='''συνωριαστής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που διοικεί [[συνωρίδα]] ([[συνωρίς]]), [[αμαξηλάτης]] σε [[άμαξα]] [[δύο]] αλόγων, σε Λουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συνωριαστής:''' οῦ ὁ [[συνωρίς]] синориаст, управляющий пароконной колесницей Luc.
|lstext='''συνωριαστής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἐλαύνων, διοικῶν συνωρίδα, ἁρματηλάταις καὶ συνωριασταῖς Λουκ. ἐν Ζεύξ. 9.
}}
{{elnl
|elnltext=συνωριαστής -οῦ, ὁ [συνωρίς] menner van een tweespan.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[συνωριαστής]], οῦ, ὁ,<br />one who drives a [[συνωρίς]], Luc. [from [[συνωρίζω]]
|mdlsjtxt=[[συνωριαστής]], οῦ, ὁ,<br />one who drives a [[συνωρίς]], Luc. [from [[συνωρίζω]]
}}
}}

Latest revision as of 14:16, 1 March 2024

English (LSJ)

συνωριαστοῦ, ὁ, one who drives a συνωρίς, Luc.Zeux.9.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
conducteur d'un char à deux chevaux.
Étymologie: συνωρίς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνωριαστής -οῦ, ὁ [συνωρίς] menner van een tweespan.

German (Pape)

ὁ, der auf einem zweispännigen Wagen fährt, Luc. Zeux. 9.

Russian (Dvoretsky)

συνωριαστής: οῦ ὁ συνωρίς синориаст, управляющий пароконной колесницей Luc.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που οδηγεί συνωρίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνωρίς, -ίδος + κατάλ. -ιαστής μέσω ενός αμάρτυρου ρ. συνωριάζω].

Greek Monotonic

συνωριαστής: -οῦ, ὁ, αυτός που διοικεί συνωρίδα (συνωρίς), αμαξηλάτης σε άμαξα δύο αλόγων, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

συνωριαστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐλαύνων, διοικῶν συνωρίδα, ἁρματηλάταις καὶ συνωριασταῖς Λουκ. ἐν Ζεύξ. 9.

Middle Liddell

συνωριαστής, οῦ, ὁ,
one who drives a συνωρίς, Luc. [from συνωρίζω