συνωρίζω
πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip
English (LSJ)
A yoke together, Ael.NA15.24:—Med., ξυνωρίζου χέρα join thy hand with mine, E.Ba.198.
II intr., to be yoked together, Nic.Fr.74.23, Man.4.453.
French (Bailly abrégé)
atteler ensemble.
Étymologie: συνωρίς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνωρίζω, Att. ook ξυνωρίζω [συνωρίς] tot tweespan maken, verbinden (van twee zaken).
Greek Monolingual
και αττ. τ. ξυνωρίζω Α συνωρίς, -ίδος]
1. (σχετικά με ζώα) τοποθετώ στον ίδιο ζυγό
2. (αμτβ.) συνδέομαι («ἰχθύσιν ἤ Διδύμοισι συνωρίζουσι κατ' αἴθρην», Μαν.)
3. (το β' εν. πρόσ. προστ. μέσ. ενεστ.) ξυνωρίζου
(ενν. χέρα) ένωσε το χέρι σου με το δικό μου.
Greek Monotonic
συνωρίζω: μέλ. -σω, ζεύω στον ίδιο ζυγό — Μέσ., ξυνωρίζου χέρα, συντόνισε το χέρι με το δικό μου, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
συνωρίζω: ζευγνύω ὁμοῦ, Αἰλ. περὶ Ζ. 15. 24. ― Μέσ., ἰδού, ξύναπτε καὶ ξυνωρίζου χέρα Εὐρ. Βάκχ. 198. ΙΙ. ἀμεταβ., -ίθεμαι ὑπὸ τὸν ζυγὸν ὁμοῦ, Μανέθων 4. 453, καὶ οὕτως ἴσως ἐν Νικ. παρ’ Ἀθην. 638D.
Middle Liddell
fut. σω [from συνωρίς
to yoke together:—Mid., ξυνωρίζου χέρα join thy hand with mine, Eur.
German (Pape)
zusammenspannen (ein Zweigespann, συνωρίς); ἵππους, Ael. H.A. 15.24; übertragen, med., συνωρίζου χέρα, Eur. Bacch. 198, verbinde deine Hand mit der meinigen, d.i. reiche mir die Hand; ὄφρα δύο κόρυμβοι μέσσα συνορίζωσι, Nic. bei Ath. XV.683c.