δικραιόομαι: Difference between revisions
From LSJ
Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → All life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains.
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dikraioomai | |Transliteration C=dikraioomai | ||
|Beta Code=dikraio/omai | |Beta Code=dikraio/omai | ||
|Definition=[[branch]], [[fork]], prob. in | |Definition=[[branch]], [[fork]], prob. in Hp.''Epid.''2.4.1 (but cf. ''Oss.''10); cf. Erot. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[dividirse]], [[bifurcarse]] (ἡ ἡπατῖτις) παρὰ τὰς ἐσχάτας δύο πλευρὰς ἐδικραιώθη Hp.<i>Epid</i>.2.4.1. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δικραιόομαι''': παθ., σχίζομαι εἰς δύο, διχάζομαι, διορθωθὲν παρ’ Ἱππ. 276, 43., 1035Α, ἐκ τοῦ Ἐρωτιανοῦ· ― δίκραιος, ον, ([[κεραία]]), [[δισχιδής]], [[δίκρανος]], ὁ αὐτ. 411. 5, 10, κ. ἀλλ.· ― δικραιότης, ητος, ἡ, τὸ [[εἶναι]] δίκραιον, ὁ αὐτ. 411. 5. Πρβλ. [[δίκροος]]. | |lstext='''δικραιόομαι''': παθ., σχίζομαι εἰς δύο, διχάζομαι, διορθωθὲν παρ’ Ἱππ. 276, 43., 1035Α, ἐκ τοῦ Ἐρωτιανοῦ· ― δίκραιος, ον, ([[κεραία]]), [[δισχιδής]], [[δίκρανος]], ὁ αὐτ. 411. 5, 10, κ. ἀλλ.· ― δικραιότης, ητος, ἡ, τὸ [[εἶναι]] δίκραιον, ὁ αὐτ. 411. 5. Πρβλ. [[δίκροος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:40, 25 August 2023
English (LSJ)
branch, fork, prob. in Hp.Epid.2.4.1 (but cf. Oss.10); cf. Erot.
Spanish (DGE)
dividirse, bifurcarse (ἡ ἡπατῖτις) παρὰ τὰς ἐσχάτας δύο πλευρὰς ἐδικραιώθη Hp.Epid.2.4.1.
Greek (Liddell-Scott)
δικραιόομαι: παθ., σχίζομαι εἰς δύο, διχάζομαι, διορθωθὲν παρ’ Ἱππ. 276, 43., 1035Α, ἐκ τοῦ Ἐρωτιανοῦ· ― δίκραιος, ον, (κεραία), δισχιδής, δίκρανος, ὁ αὐτ. 411. 5, 10, κ. ἀλλ.· ― δικραιότης, ητος, ἡ, τὸ εἶναι δίκραιον, ὁ αὐτ. 411. 5. Πρβλ. δίκροος.