ἀναύχην: Difference between revisions

m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anaychin
|Transliteration C=anaychin
|Beta Code=a)nau/xhn
|Beta Code=a)nau/xhn
|Definition=ενος, ὁ, ἡ, [[without neck]] or [[throat]], <span class="bibl">Emp.57</span>.
|Definition=ενος, ὁ, ἡ, [[without neck]] or [[throat]], Emp.57.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ενος<br />[[sin cuello]] κόρσαι ἀναύχενες ἐβλάστησαν Emp.B 57, ὄφις ... αὐχέν' [[ἀναύχην]] Call.<i>Fr</i>.575, θήρ Gr.Naz.M.37.1559A.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0212.png Seite 212]] ohne Hals, Empedocl. 219.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0212.png Seite 212]] ohne Hals, Empedocl. 219.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναύχην:''' ενος adj. лишенный шеи (κόρσαι Emped. ap. Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναύχην''': -ενος, ὁ, ἡ, [[ἄνευ]] αὐχένος ἢ λαιμοῦ, ᾗ πολλῶν μὲν κόρσαι ἀναύχενες ἀβλάστησαν Ἐμπεδοκλῆς παρ’ Ἀριστ. π. Ψυχ. Γ. 6.
|lstext='''ἀναύχην''': -ενος, ὁ, ἡ, [[ἄνευ]] αὐχένος ἢ λαιμοῦ, ᾗ πολλῶν μὲν κόρσαι ἀναύχενες ἀβλάστησαν Ἐμπεδοκλῆς παρ’ Ἀριστ. π. Ψυχ. Γ. 6.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ενος<br />[[sin cuello]] κόρσαι ἀναύχενες ἐβλάστησαν Emp.B 57, ὄφις ... αὐχέν' [[ἀναύχην]] Call.<i>Fr</i>.575, θήρ Gr.Naz.M.37.1559A.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀναύχην]], ο, η (Α) [[αυχήν]]<br />[[εκείνος]] που δεν έχει αυχένα, λαιμό.
|mltxt=[[ἀναύχην]], ο, η (Α) [[αυχήν]]<br />[[εκείνος]] που δεν έχει αυχένα, λαιμό.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναύχην:''' ενος adj. лишенный шеи (κόρσαι Emped. ap. Arst.).
}}
}}

Latest revision as of 12:20, 25 August 2023

English (LSJ)

ενος, ὁ, ἡ, without neck or throat, Emp.57.

Spanish (DGE)

-ενος
sin cuello κόρσαι ἀναύχενες ἐβλάστησαν Emp.B 57, ὄφις ... αὐχέν' ἀναύχην Call.Fr.575, θήρ Gr.Naz.M.37.1559A.

German (Pape)

[Seite 212] ohne Hals, Empedocl. 219.

Russian (Dvoretsky)

ἀναύχην: ενος adj. лишенный шеи (κόρσαι Emped. ap. Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀναύχην: -ενος, ὁ, ἡ, ἄνευ αὐχένος ἢ λαιμοῦ, ᾗ πολλῶν μὲν κόρσαι ἀναύχενες ἀβλάστησαν Ἐμπεδοκλῆς παρ’ Ἀριστ. π. Ψυχ. Γ. 6.

Greek Monolingual

ἀναύχην, ο, η (Α) αυχήν
εκείνος που δεν έχει αυχένα, λαιμό.