ἀπαραχάρακτος: Difference between revisions

m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aparacharaktos
|Transliteration C=aparacharaktos
|Beta Code=a)paraxa/raktos
|Beta Code=a)paraxa/raktos
|Definition=[χᾰ], ον, [[not counterfeit]], Damocr. ap. Gal.14.135, Hsch. [[sub verbo|s.v.]] [[ἀπαράσημον]].
|Definition=[χᾰ], ον, [[not counterfeit]], Damocr. ap. Gal.14.135, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[ἀπαράσημον]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[no falsificado]], [[auténtico]] Λεμνίαν ἔχων ... ἀ. cogiendo tierra lemnia auténtica</i> Damocr. en Gal.14.135, [[δόξα]] Cyr.Al.M.74.208C.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[auténticamente]] Origenes <i>Io</i>.5.8.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπαραχάρακτος''': -ον, ὁ μὴ παραχαραχθείς, ὁ μὴ [[κίβδηλος]], Δημόκρ. παρὰ Γαλ. 14. 135· πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λεξ. ἀπαράσημον. ― Ἐπίρρ. -τως Ὠριγέν.
|lstext='''ἀπαραχάρακτος''': -ον, ὁ μὴ παραχαραχθείς, ὁ μὴ [[κίβδηλος]], Δημόκρ. παρὰ Γαλ. 14. 135· πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λεξ. ἀπαράσημον. ― Ἐπίρρ. -τως Ὠριγέν.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[no falsificado]], [[auténtico]] Λεμνίαν ἔχων ... ἀ. cogiendo tierra lemnia auténtica</i> Damocr. en Gal.14.135, [[δόξα]] Cyr.Al.M.74.208C.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[auténticamente]] Origenes <i>Io</i>.5.8.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀπαραχάρακτος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει υποστεί [[παραχάραξη]], δεν έχει παραποιηθεί.
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀπαραχάρακτος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει υποστεί [[παραχάραξη]], δεν έχει παραποιηθεί.
}}
}}

Latest revision as of 09:18, 25 August 2023

English (LSJ)

[χᾰ], ον, not counterfeit, Damocr. ap. Gal.14.135, Hsch. s.v. ἀπαράσημον.

Spanish (DGE)

-ον
1 no falsificado, auténtico Λεμνίαν ἔχων ... ἀ. cogiendo tierra lemnia auténtica Damocr. en Gal.14.135, δόξα Cyr.Al.M.74.208C.
2 adv. -ως auténticamente Origenes Io.5.8.

German (Pape)

[Seite 280] nicht falsch geprägt, Sp., Hesych. Erkl. von ἀπαράσημος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαραχάρακτος: -ον, ὁ μὴ παραχαραχθείς, ὁ μὴ κίβδηλος, Δημόκρ. παρὰ Γαλ. 14. 135· πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λεξ. ἀπαράσημον. ― Ἐπίρρ. -τως Ὠριγέν.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀπαραχάρακτος, -ον)
αυτός που δεν έχει υποστεί παραχάραξη, δεν έχει παραποιηθεί.