παραχάραξη
From LSJ
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
Greek Monolingual
η / παραχάραξις, -άξεως, ΝΜΑ παραχαράσσω
1. η ψευδής χάραξη, η απομίμηση, ιδίως νομίσματος, για απάτη, η κατασκευή κίβδηλων νομισμάτων
2. συνεκδ. παραποίηση, διαστροφή, αλλοίωση («ἐπὶ παραχαράξει τῆς ἀληθείας», Ιω. Χρυσ.).