κατάμιξις: Difference between revisions

m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' εως ἡ) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1.<br")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1364.png Seite 1364]] ἡ, Vermischung, Sp., wie Plut., ἡ πρὸς τὸ [[σῶμα]] κ. τοῦ οἴνου adv. Col. 6; Diosc.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1364.png Seite 1364]] ἡ, Vermischung, Sp., wie Plut., ἡ πρὸς τὸ [[σῶμα]] κ. τοῦ οἴνου adv. Col. 6; Diosc.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />[[mélange]].<br />'''Étymologie:''' [[καταμίγνυμι]].
}}
{{elru
|elrutext='''κατάμιξις:''' εως ἡ [[примешивание]], [[примесь]] (ἐκκρίνεσθαι διὰ τὴν κατάμιξιν Arst.; τοῦ οἴνου πρός τι Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάμιξις''': -εως, ἡ, ἐντελὴς [[μῖξις]], [[ἀνάμιξις]] Ἀριστ. Προβλ. 2. 22, 1., 37. 2, 1., Διοσκ., κτλ.· ἡ [[πρός]] τι κ. Πλούτ. 2, 1110Α.
|lstext='''κατάμιξις''': -εως, ἡ, ἐντελὴς [[μῖξις]], [[ἀνάμιξις]] Ἀριστ. Προβλ. 2. 22, 1., 37. 2, 1., Διοσκ., κτλ.· ἡ [[πρός]] τι κ. Πλούτ. 2, 1110Α.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />mélange.<br />'''Étymologie:''' [[καταμίγνυμι]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατάμιξις]], ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κατάμειξις]].
|mltxt=[[κατάμιξις]], ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κατάμειξις]].
}}
{{elru
|elrutext='''κατάμιξις:''' εως ἡ [[примешивание]], [[примесь]] (ἐκκρίνεσθαι διὰ τὴν κατάμιξιν Arst.; τοῦ οἴνου πρός τι Plut.).
}}
}}

Latest revision as of 13:40, 8 January 2023

English (LSJ)

v. κατάμειξις.

German (Pape)

[Seite 1364] ἡ, Vermischung, Sp., wie Plut., ἡ πρὸς τὸ σῶμα κ. τοῦ οἴνου adv. Col. 6; Diosc.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
mélange.
Étymologie: καταμίγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

κατάμιξις: εως ἡ примешивание, примесь (ἐκκρίνεσθαι διὰ τὴν κατάμιξιν Arst.; τοῦ οἴνου πρός τι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

κατάμιξις: -εως, ἡ, ἐντελὴς μῖξις, ἀνάμιξις Ἀριστ. Προβλ. 2. 22, 1., 37. 2, 1., Διοσκ., κτλ.· ἡ πρός τι κ. Πλούτ. 2, 1110Α.

Greek Monolingual

κατάμιξις, ἡ (Α)
βλ. κατάμειξις.