κατάμειξις
From LSJ
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
English (LSJ)
-εως, ἡ, admixture, Arist.Pr.868b4, Anon.Rhythm. Oxy.4.12, Dsc.Alex.Praef.(pl.); ἡ πρὸς τὸ σῶμα κ. τοῦ οἴνου Plu.2.1110a (-μειξ- Anon.Rhythm. l.c., -μιξ- freq. in codd.).
Greek Monolingual
κατάμειξις, ἡ (Α) καταμείγνυμι
η πλήρης ανάμιξη.