ἀκμόθετον: Difference between revisions

m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' τό) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")
m (elru replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0075.png Seite 75]] τό, das Untergestell des Amboses, Hom. dreimal, Iliad. 18, 410. 476 Od. 8, 274.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0075.png Seite 75]] τό, das Untergestell des Amboses, Hom. dreimal, Iliad. 18, 410. 476 Od. 8, 274.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />[[l'établi de l'enclume]].<br />'''Étymologie:''' [[ἄκμων]]², [[τίθημι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκμόθετον:''' τό подставка (плаха) для наковальни Hom.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκμόθετον''': τό, ([[τίθημι]]) ὁ [[τόπος]] (ἢ τὸ [[ξύλον]]), ἐφ’ οὗ τίθεται ὁ [[ἄκμων]] (ἀμόνι), Ἰλ. Σ. 410, Ὀδ. Θ. 274.
|lstext='''ἀκμόθετον''': τό, ([[τίθημι]]) ὁ [[τόπος]] (ἢ τὸ [[ξύλον]]), ἐφ’ οὗ τίθεται ὁ [[ἄκμων]] (ἀμόνι), Ἰλ. Σ. 410, Ὀδ. Θ. 274.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />l'établi de l'enclume.<br />'''Étymologie:''' [[ἄκμων]]², [[τίθημι]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκμόθετον:''' τό ([[ἄκμων]], τί-θημι), το [[ξύλο]] πάνω στο οποίο τοποθετείται το [[αμόνι]], άκμονας, σε Όμηρ.
|lsmtext='''ἀκμόθετον:''' τό ([[ἄκμων]], τί-θημι), το [[ξύλο]] πάνω στο οποίο τοποθετείται το [[αμόνι]], άκμονας, σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκμόθετον:''' τό [[подставка]] (плаха) для наковальни Hom.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἄκμων]], [[τίθημι]]<br />the [[anvil]]-[[block]], [[smithy]] Hom.
|mdlsjtxt=[[ἄκμων]], [[τίθημι]]<br />the [[anvil]]-[[block]], [[smithy]] Hom.
}}
}}

Latest revision as of 22:10, 21 March 2024

English (LSJ)

τό, = ἀκμοθέτης (anvil-block), Il. 18.410, Od. 8.274.

German (Pape)

[Seite 75] τό, das Untergestell des Amboses, Hom. dreimal, Iliad. 18, 410. 476 Od. 8, 274.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
l'établi de l'enclume.
Étymologie: ἄκμων², τίθημι.

Russian (Dvoretsky)

ἀκμόθετον: τό подставка (плаха) для наковальни Hom.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκμόθετον: τό, (τίθημι) ὁ τόπος (ἢ τὸ ξύλον), ἐφ’ οὗ τίθεται ὁ ἄκμων (ἀμόνι), Ἰλ. Σ. 410, Ὀδ. Θ. 274.

English (Autenrieth)

(ἄκμων, τίθημι): anvilblock.

Greek Monolingual

ἀκμόθετον, το και ἀκμοθέτης, ο (Α)
η ξύλινη βάση όπου τοποθετείται το αμόνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκμων + -θετὸς < τίθημι.

Greek Monotonic

ἀκμόθετον: τό (ἄκμων, τί-θημι), το ξύλο πάνω στο οποίο τοποθετείται το αμόνι, άκμονας, σε Όμηρ.

Middle Liddell

ἄκμων, τίθημι
the anvil-block, smithy Hom.