ξύλο

From LSJ

Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 515

Greek Monolingual

το (ΑΜ ξύλον, Α αττ. τ. σύλον)
1. συμπαγής σκληρή ινώδης κυτταρική ουσία που αποτελεί κατά κύριο λόγο τον κορμό, τους κλάδους και τις ρίζες τών δένδρων και τών θάμνων και, γενικότερα, τών λεγόμενων ξυλωδών φυτών
2. τεμάχιο κορμού ή κλαδί δένδρου κομμένο και έτοιμο για κατεργασία ή καύση («ξύλα ναυπηγήσιμα... κατέκαυσαν» Θουκ.)
3. ρόπαλο, ραβδί («διώξε με μάννα, διώξε με, με ξύλα, με λιθάρια», Πολίτ.)
4. δοκός, πάσσαλος
5. πλοίο, καράβι (α. «και πλέωσι γέμοντα έρωτος και φωνών μουσικών θαλάσσια ξύλα», Κάλβ.
β. «ποῦ δ' ἔστιν Ἀργοῦς ἱερὸν αὔδασον ξύλον», Αισχύλ.)
6. μτφ. για πρόσ. βλάκας, ηλίθιος, ξυλοκέφαλος («λίθοι δὲ καὶ ξύλα οἱ ἄφρονες», Κλήμ. Αλ.)
7. φρ. «ξύλο(ν) ζωής» — το δένδρο της ζωής, το οποίο θεωρείται ως πηγή αθανασίας
νεοελλ.
1. ο δαρμός, το ξυλοκόπημα
2. στον πληθ. τα ξύλα
α) καύσιμη ύλη, καυσόξυλα
β) τα κέρατα τών κερασφόρων ζώων
3. φρ. α) «απολιθωμένο» ξύλο»
(παλαιοντ.) απολίθωμα που έχει δημιουργηθεί με την αντικατάσταση τών φυσικών ινών του ξύλου από ανόργανα συστατικά, κυρίως από διοξείδιο του πυριτίου
β) «δίνω ξύλο» — δέρνω
γ) «σαπίζω στο ξύλο» ή «μαυρίζω στο ξύλο» ή «σπάω στο ξύλο» — δέρνω αλύπητα, ξυλοφορτώνω
δ) «τρώ(γ)ω ξύλο» — δέρνομαι
ε) «πέφτει ξύλο» — γίνεται ξυλοδαρμός, γίνεται ξυλοκόπημα
στ) «ξύλο αντικόλλητό» — κοντραπλακέ
ζ) «τίμιο ξύλο» — μικρό κομμάτι από τον σταυρό στον οποίο σταυρώθηκε ο Χριστός, το οποίο θεωρείται ως φυλακτό
3. παροιμ. α) «άνθρωπος αγράμματος ξύλο απελέκητο» — ο αμόρφωτος άνθρωπος δεν μπορεί να αξιοποιήσει τις ικανότητές του
β) «το ξύλο βγήκε απ' τον παράδεισο» — με τον δαρμό σωφρονίζονται οι άτακτοι
μσν.
ξύλινο σήμαντρο που το χτυπούσαν ρυθμικά για να συναθροίζονται οι πιστοί και οι μοναχοί στην εκκλησία
μσν.-αρχ.
1. ο σταυρόςσήμερον κρεμᾱται ἐπὶ ξύλου ὁ ἐν ὕδασι τὴν γῆν κρεμάσας», Ακολουθ. Μ. Πέμπτης)
2. μέτρο επιφάνειας το οποίο ισοδυναμούσε με 3 ή 2 ⅔ πήχεις
αρχ.
1. όργανο βασανισμού, ξύλινος κλοιός μέσα στον οποίο δέσμευαν τον αυχένα τών δούλων
2. ξύλινα ποδόδεσμα, η ποδοκάκκη ή ποδοστράβη, στην οποία δέσμευαν τα πόδια τών φυλακισμένων («ἔβαλεν αὐτοὺς εἰς τὴν ἐσωτέραν φυλακὴν καὶ τοὺς πόδας αὐτῶν ἠσφαλίσατο εἰς τὸ ξύλον», ΚΔ)
3. αγχόνη («τὸν βασιλέα τῆς Γαὶ ἐκρέμασεν ἐπι ξύλον διδύμου», ΠΔ)
4. τραπέζι αργυραμοιβού για τις οικονομικές συναλλαγές
5. το θρανίο του Ιπποκράτους
6. ο δούρειος ίππος («ἵπποιο κακὸν ξύλον», Ανθ. Παλ.)
7. το δένδρο («δασὺ ὄρος πολλοῖς καὶ παντοδαποῖς καὶ μεγάλοις ξύλοις», Ξεν.)
8. μτφ. για πρόσ. ισχυρογνώμων, άκαμπτος, σκληρός
9. στον πληθ. τόπος αγοράς ξύλων («ἐπὶ ξύλα ἰέναι», Αριστοφ.)
10. φρ. α) «πεντεσύριγγον ξύλον» — όργανο βασανισμού το οποίο είχε οπές για δέσμευση του τραχήλου, τών χεριών και τών ποδιών
β) «πρῶτον ξύλον» — η πρώτη σειρά τών καθισμάτων του θεάτρου στην Αθήνα, όπου κάθονταν οι πρυτάνεις
γ) «οὑπὶ ξύλων» — υπάλληλος που είχε την επιμέλεια τών καθισμάτων του θεάτρου
δ) (στην ΚΔ) i) «ὑγρὸν ξύλον» — ο Χριστός
ii) «ξηρὸν ξύλον» — οι Ιουδαίοι
11. παροιμ. «ἐξ ἀξίου τοῦ ξύλου κἄν ἀπάγξασθαι» — αν είναι ανάγκη να απαγχονιστεί κάποιος, τουλάχιστον ας απαγχονιστεί από αξιόλογο δένδρο, δηλ. από αξιόλογο άνθρωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ξύλον ανάγεται σε ΙΕ ρίζα ksulo- και συνδέεται με ρωσ. šulo «πάσσαλος», αρχ. άνω γερμ. sūl «πάσσαλος, κολόνα» κ.ά. Η σύνδεση της λ. με το ρ. ξύω θεωρείται παρετυμολογική. Ο πληθ. της λ. ξύλεα έχει σχηματιστεί πιθ. αναλογικά προς το δένδρεα, ενώ ο μτγν. αττ. τ. σύλον εμφανίζει μια εναλλαγή -ξ- και -σ-αντίστοιχη με εκείνην τών ξύν / σύν (βλ. λ. συν). Η λ. ξύλον με τη μορφή ξύλ(ο)- εμφανίζεται ως α' συνθετικό σε πολύ μεγάλο αριθμό συνθ. όλων τών περιόδων της Ελληνικής.Παρ. και συνθ. του ξύλο(ν)
ΠΑΡ. ξυλάριο(ν), ξυλεύω, ξυλίζω, ξυλικός, ξύλινος, ξυλίτης, ξυλώδης, ξυλών(ας)
αρχ.
ξυλεύς, ξυληρός, ξύλιον, ξυλώ
μσν.
ξυλάφιον
νεοελλ.
ξυλάκι, ξυλαράκι, ξυλάρας, ξυλαράς, ξυλάς, ξυλένιος, ξυλιά, ξυλιάζω, ξυλίκι.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ξυλέμπορος, ξυλογραφώ, ξυλοειδής, ξυλόκολλα, ξυλοκόπος, ξυλοπαγής, ξυλοπόδης, ξυλοσοφία, ξυλοσχίστης, ξυλοτόμος, ξυλοτρόφος, ξυλουργός, ξυλοφάγος
αρχ.
ξυλάνηθον, ξυληβόρος, ξυληγός, ξυλογλύφος, ξυλοθήκη, ξυλοκάρυον, ξυλοκατασκεύαστος, ξυλολεπής, ξυλολογεία, ξυλολογώ, ξυλολυχνούχος, ξυλόλωτος, ξυλομέτρης, ξυλομιγής, ξυλομυρσίνη, ξυλοναΐσκιον, ξυλόξεσις, ξυλοπάκτων, ξυλοπέταλον, ξυλοποιός, ξυλοπριστικός, ξυλοπύλιον, ξυλοπύριος, ξυλοπώλης, ξυλοσπόγγιον, ξυλοτρώκτης, ξυλοφανής, ξυλοφθόρος, ξυλοφόρος, ξυλοφορτηγός, ξυλόφρακτος, ξυλόφυτον, ξυλώροφον αρχ.-μσν. ξυλάδιον, ξυλομάκερ, ξυλόμοχλον, ξυλοπέδη, ξυλοστεγής, ξυλοχάρτια
μσν.
ξυλεργάτης, ξυλοβάμων, ξυλόθεος, ξυλοκεραία, ξυλοκλασίαι, ξυλοκονταρίζω, ξυλοκράμβη, ξυλολάτρης, ξυλολόφιον, ξυλοπάνδουρον, ξυλοπομπός, ξυλοποτήριον, ξυλοπρατικός, ξυλόπυργος, ξυλόσκαμνον, ξυλοσοφώ, ξυλόστομος, ξυλουργής
μσν.- νεοελλ.
ξυλόγλυπτος, ξυλόκαστρον, ξυλόκερκος, ξυλόσφυρο(ν)
νεοελλ.
ξυλάγγουρο, ξυλάγκαθο, ξυλαέριο, ξυλάλευρο, ξυλάνθρακας, ξυλαποθήκη, ξυλάρμενος, ξυλαρμογή, ξυλέλαιο, ξυλόδιδα, ξυλοδιομηχανία, ξυλογαϊδάρα, ξυλόγατα, ξυλογλυπτική, ξυλογνωσία, ξυλογράφος, ξυλόδεμα, ξυλόδεσμος, ξυλοδέτης, ξυλόδρομος, ξυλοθραύστης, ξυλοκαΐνη, ξυλοκάρδουνο, ξυλοκάρφι, ξυλοκέφαλος, ξυλοκοπανίζω, ξυλόκοτα, ξυλοκρέδατο, ξυλόλιθος, ξυλομετρία, ξύλοξος, ξυλοπάλιος, ξυλοπάπουτσο, ξυλοπέδιλο, ξυλοπερήφανος, ξυλοπετεινός, ξυλοπινάκα, ξυλόπισσα, ξυλόπνευμα, ξυλοπόδαρος, ξυλοποίηση, ξυλοποικιλτική, ξυλόπορτα, ξυλοπυρίτιδα, ξυλόρνιθα, ξυλοσάκχαρο, ξυλοσκέπαστος, ξυλοσκεπή, ξυλοσουπιά, ξυλόσοφος, ξυλόσπιτο, ξυλοστάτης, ξυλόστρωση, ξυλόστρωτος, ξυλόσφυρα, ξυλότοιχος, ξυλοτρύπανο, ξυλοφορτώνω, ξυλόφωνο, ξυλοχάλαση, ξυλοχέρης, ξυλόχορτο, ξυλοχρωστικός, ξυλόψειρα. (Β' συνθετικό) αρχ. διάξυλον, επίξυλον, ερεόξυλον, εριόξυλον, χρυσόξυλον
νεοελλ.
αιματόξυλο, αμυγδαλόξυλο, δρυόξυλο, εβενόξυλο, ελατόξυλο, ερυθρόξυλο, καυσόξυλο, κεδρόξυλο, κυπαρισσόξυλο, μονόξυλο, ροδόξυλο].