ἀστερίζω: Difference between revisions

m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=asterizo
|Transliteration C=asterizo
|Beta Code=a)steri/zw
|Beta Code=a)steri/zw
|Definition=[[arrange in constellations]], <span class="bibl">Hipparch.1.4.5</span> (Pass.), al.; [[mark with stars]], <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Geog.</span>1.23.3</span> (Pass.); [[cast a nativity]], <span class="bibl">Vett.Val.187.15</span>.
|Definition=[[arrange in constellations]], Hipparch.1.4.5 (Pass.), al.; [[mark with stars]], Ptol.''Geog.''1.23.3 (Pass.); [[cast a nativity]], Vett.Val.187.15.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0375.png Seite 375]] in einen Stern verwandeln, ἠστερικέναι Plut. Plac. phil. 2, 13.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0375.png Seite 375]] in einen Stern verwandeln, ἠστερικέναι Plut. Plac. phil. 2, 13.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀστερίσω, <i>att.</i> ἀστεριῶ;<br />[[changer en constellation]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀστήρ]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀστερίζω:''' [[превращать в звезды]] ([[Ἀναξαγόρας]] φησὶ τὸν αἰθέρα τοὺς πέτρους ἠστερικέναι Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀστερίζω''': μέλλ. -ίσω, [[μεταβάλλω]] εἰς ἀστέρα, Ἀναξαγόρας τὸν περικείμενον αἰθέρα... ἀναρπάζοντα πέτρους ἐκ τῆς γῆς καὶ καταφλέξαντα τούτους ἠστερικέναι Πλούτ. 2. 888C. ΙΙ. σημειώνω, [[στίζω]] δι’ ἀστέρων, ἐπὶ τῆς κατὰ τὴν τοιαύτην ὑπόθεσιν ἀστεριζομένης ἡμῖν σφαίρας Πτολ. Γεωγρ. 8. 2, 3.
|lstext='''ἀστερίζω''': μέλλ. -ίσω, [[μεταβάλλω]] εἰς ἀστέρα, Ἀναξαγόρας τὸν περικείμενον αἰθέρα... ἀναρπάζοντα πέτρους ἐκ τῆς γῆς καὶ καταφλέξαντα τούτους ἠστερικέναι Πλούτ. 2. 888C. ΙΙ. σημειώνω, [[στίζω]] δι’ ἀστέρων, ἐπὶ τῆς κατὰ τὴν τοιαύτην ὑπόθεσιν ἀστεριζομένης ἡμῖν σφαίρας Πτολ. Γεωγρ. 8. 2, 3.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀστερίσω, <i>att.</i> ἀστεριῶ;<br />changer en constellation.<br />'''Étymologie:''' [[ἀστήρ]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀστερίζω]] (Α) [[αστήρ]]<br /><b>1.</b> [[μεταμορφώνω]] σε [[αστέρι]]<br /><b>2.</b> [[στολίζω]] με αστέρια.
|mltxt=[[ἀστερίζω]] (Α) [[αστήρ]]<br /><b>1.</b> [[μεταμορφώνω]] σε [[αστέρι]]<br /><b>2.</b> [[στολίζω]] με αστέρια.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀστερίζω:''' [[превращать в звезды]] ([[Ἀναξαγόρας]] φησὶ τὸν αἰθέρα τοὺς πέτρους ἠστερικέναι Plut.).
}}
}}

Latest revision as of 11:08, 25 August 2023

English (LSJ)

arrange in constellations, Hipparch.1.4.5 (Pass.), al.; mark with stars, Ptol.Geog.1.23.3 (Pass.); cast a nativity, Vett.Val.187.15.

Spanish (DGE)

I en v. med.
1 agruparse en constelaciones ἅπαντα γὰρ τὰ ἄστρα ἠστέρισται Hipparch.1.4.5.
2 marcar las constelaciones en una esfera, Ptol.Geog.8.2.3.
3 convertirse en estrella, catasterizarse τοῦ ἠστερισμένου Καρκίνου Hipparch.2.1.10, cf. 7, 14, Placit.2.13.3.
II en v. act. hacer un horóscopo Vett.Val.177.25.

German (Pape)

[Seite 375] in einen Stern verwandeln, ἠστερικέναι Plut. Plac. phil. 2, 13.

French (Bailly abrégé)

f. ἀστερίσω, att. ἀστεριῶ;
changer en constellation.
Étymologie: ἀστήρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀστερίζω: превращать в звезды (Ἀναξαγόρας φησὶ τὸν αἰθέρα τοὺς πέτρους ἠστερικέναι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀστερίζω: μέλλ. -ίσω, μεταβάλλω εἰς ἀστέρα, Ἀναξαγόρας τὸν περικείμενον αἰθέρα... ἀναρπάζοντα πέτρους ἐκ τῆς γῆς καὶ καταφλέξαντα τούτους ἠστερικέναι Πλούτ. 2. 888C. ΙΙ. σημειώνω, στίζω δι’ ἀστέρων, ἐπὶ τῆς κατὰ τὴν τοιαύτην ὑπόθεσιν ἀστεριζομένης ἡμῖν σφαίρας Πτολ. Γεωγρ. 8. 2, 3.

Greek Monolingual

ἀστερίζω (Α) αστήρ
1. μεταμορφώνω σε αστέρι
2. στολίζω με αστέρια.