ἐπισυλλαμβάνω: Difference between revisions

m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=episyllamvano
|Transliteration C=episyllamvano
|Beta Code=e)pisullamba/nw
|Beta Code=e)pisullamba/nw
|Definition== [[ἐπικυΐσκομαι]], <span class="bibl">Orib.22.7.2</span>, <span class="bibl">Sor.1.23</span>.
|Definition== [[ἐπικυΐσκομαι]], Orib.22.7.2, Sor.1.23.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[ἐπικυΐσκομαι]].
|btext=<i>c.</i> [[ἐπικυΐσκομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπισυλλαμβάνω:''' Arst. = [[ἐπικυΐσκομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπισυλλαμβάνω]] (Α)<br />[[συλλαμβάνω]] [[έμβρυο]] ενώ [[είμαι]] ήδη [[έγκυος]].
|mltxt=[[ἐπισυλλαμβάνω]] (Α)<br />[[συλλαμβάνω]] [[έμβρυο]] ενώ [[είμαι]] ήδη [[έγκυος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπισυλλαμβάνω:''' Arst. = [[ἐπικυΐσκομαι]].
}}
}}

Latest revision as of 12:24, 25 August 2023

English (LSJ)

= ἐπικυΐσκομαι, Orib.22.7.2, Sor.1.23.

French (Bailly abrégé)

c. ἐπικυΐσκομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισυλλαμβάνω: Arst. = ἐπικυΐσκομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισυλλαμβάνω: ἐπικυΐσκομαι, ἐπισυλλαμβάνουσιν αἱ γυναῖκες Ὀρειβ. ἔκδ. Daremb. τ. 3, σ. 70· ― ἐπισύλληψις, εως, ἡ, = ἐπικύησις, Ἀριστ. Ἀποσπ. 260.

Greek Monolingual

ἐπισυλλαμβάνω (Α)
συλλαμβάνω έμβρυο ενώ είμαι ήδη έγκυος.