νύχτα: Difference between revisions

m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[νύκτα]], η (ΑΜ νύξ, -κτός, Μ και [[νύκτα]])<br /><b>1.</b> το [[χρονικό]] [[διάστημα]] από τη [[δύση]] [[μέχρι]] την [[ανατολή]] του Ηλίου, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] την [[ημέρα]] (α. «μαύρη είν' η [[νύχτα]] στα βουνά...» β. «καὶ ἐκάλεσεν ὁ θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ [[σκότος]]... [[νύκτα]]», ΠΔ)<br /><b>2.</b> [[ζόφος]], [[σκοτάδι]] («νῷν δὲ ὀλέθρια νὺξ ἐπ' ὄμμασιν βέβακε», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (σε συγκρίσεις και παρομοιώσεις) [[κάθε]] σκοτεινό ή φοβερό [[πράγμα]] («[[νύχτα]] η [[ομορφιά]] της και [[χάρος]] [[κάθε]] της [[φιλί]]», Παλαμ.)<br /><b>4.</b> (η αιτ. εν. ως επίρρ.) [[νύκτα]]<br />[[κατά]] τη [[διάρκεια]] της νύχτας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «έχει [[νύχτα]]» — [[είναι]] [[αδαής]] ή [[απληροφόρητος]] για ορισμένη [[υπόθεση]]<br />β) «κάνει τη [[νύχτα]] [[μέρα]]» — εργάζεται [[νυχθημερόν]]<br />γ) «σαν τη [[μέρα]] με τη [[νύχτα]]» — λέγεται για τεράστια [[διαφορά]] [[μεταξύ]] προσώπων και πραγμάτων<br />δ) «τά κατάφερες σαν δυο ώρες [[νύχτα]]» — τά έκανες [[θάλασσα]], απέτυχες<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «της νύχτας τα καμώματα τά βλέπει η [[μέρα]] και γελά» — οι νυχτερινές δουλειές [[είναι]] [[συνήθως]] αποτυχημένες<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[νύχτα]] [[μέρα]]» ή «[[μέρα]] [[νύχτα]]» ή «καθημερνό καὶ [[νύχτα]]» ή «(ἡ)[[μέρα]](ν) (καὶ) [[νύκτα]](ν)» ή «ἡμέρας τε καὶ νύκτας» — διαρκώς, [[συνεχώς]], [[πάντοτε]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[νύκτα]] [[πολλά]]» — πολύ [[προτού]] ξημερώσει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[θάνατος]] («ἀμφὶ δὲ [[ὄσσε]] κελαινὴ νὺξ ἐκάλυψε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> το δυτικό [[μέρος]] του ορίζοντα, η [[δύση]]<br /><b>3.</b> <b>ως κύριο όν.</b> Νύξ<br />η θεά της νύχτας, [[θυγατέρα]] του Χάους<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> αἱ νύκτες<br />οι ώρες ή οι φρουρές της νύχτας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. νύξ, νυκτός ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] nek<sup>w</sup>-t- / nok<sup>w</sup>-t- με χειλοϋπερωικό φθόγγο και μαρτυρείται στις περισσότερες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες με [[φωνήεν]] -ο-, <b>πρβλ.</b> λατ. nox, noctis, ιρλδ. in-nocht, γοτθ. nahts και αρχ. ινδ. nak, αιτ. naktam, στο οποίο ο [[τύπος]] του φωνήεντος δεν μπορεί να προσδιοριστεί με [[βεβαιότητα]]. Η λ. [[επίσης]] εμφανίζει θ. σε -ι, <b>πρβλ.</b> γεν. πληθ. του λατ. nox, noctium, αρχ. ινδ. nacti-, λιθουαν. naktis, αρχ. σλαβ. nošti, ενώ στην Ελληνική θ. σε -ι θα μπορούσε ίσως να αναζητηθεί στα συνθ. σε νυκτι- (<b>πρβλ.</b> [[νυκτιβάτης]], νυκτί-βιος), το α' συνθετικό τών οποίων ανάγεται πιθ. σε αρχ. αμάρτυρο ουδ. σε -ι. Η [[απαθής]] [[βαθμίδα]] της ρίζας με [[φωνήεν]] -e- μαρτυρείται στη Χεττιτική (<b>πρβλ.</b> χεττιτ. nekuz) και πιθ. στο ρωσ. netopyr «[[νυχτερίδα]]». Στην Ελληνική τα παράγωγα του νύξ, νυκτός (<b>πρβλ.</b> [[νύκτωρ]], [[νύκτερος]]) [[πρέπει]] να ανάγονται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] n°k<sup>w</sup>-t- της ρίζας που αντιπροσωπεύεται με [[φωνήεν]] -υ- (<b>πρβλ.</b> [[λύκος]]), πιθ. λόγω της επίδρασης του χειλοϋπειρωικού φθόγγου k<sup>w</sup>- (που ετράπη σε -κ- προ συμφώνου) ή κάποιου ηχηρού λαρυγγικού φθόγγου (νυκτ- <span style="color: red;"><</span> nә<sub>3</sub><sup>0</sup>-, <b>πρβλ.</b> όνυμα: όνομα). Το [[φωνήεν]] -υ- τών παραγώγων επεκτάθηκε στη [[συνέχεια]] και στη λ. νύξ. Η ύπαρξη θέματος με [[επίθημα]] σε -r, <b>πρβλ.</b> λατ. nocturnus και [[νύκτωρ]] (σχηματισμένο όπως το [[ὕδωρ]]), [[νύκτερος]], ανάγεται ήδη στην Ινδοευρωπαϊκή. Παρ' όλα αυτά, έχουν διατυπωθεί αμφιβολίες για το πόσο αρχ. [[είναι]] η λ. [[νύκτωρ]], ενώ υποστηρίζεται ότι ο τ. [[νύκτερος]] έχει σχηματιστεί αναλογικά [[προς]] το [[ἕσπερος]]. Η [[πιθανότητα]] [[πάντως]] αναλογικής επίδρασης δεν μπορεί να αποκλειστεί εντελώς αν παρατηρήσει [[κανείς]] και την [[παραλληλία]] [[ανάμεσα]] στα ήμερινός —[[ἡμέριος]] - [[ἡμερήσιος]] και [[νυκτερινός]] -[[νυκτέριος]] - [[νυκτερήσιος]]. Χαρακτηριστική, [[τέλος]], [[είναι]] στην Ελληνική η ύπαρξη αρχ. θέματος με δασύ [[σύμφωνο]], που δύσκολα μπορεί να ερμηνευθεί στα [[ἐννύχιος]], [[νυχαῖος]], [[νύχειος]], [[νυχεύω]], [[νύχα]]. Κατά μία [[άποψη]], το δασύ αυτό [[σύμφωνο]] —αν το [[θέμα]] [[είναι]] αρχαίο— αντιπροσωπεύει έναν δασύ χειλουπερωικό φθόγγο g<sup>wh</sup>, που σχηματίστηκε πιθ. κατ' [[επίδραση]] του -υ- ή αμάρτυρου ηχηρού δασέος φθόγγου -gh-. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], περισσότερο πιθανή, το δασύ [[σύμφωνο]] έχει προέλθει από λανθασμένη [[ερμηνεία]] του ονόματος νύξ, όπου το -τ- δεν ήταν εμφανές και το -ξ- προφέρθηκε ως δασύ [[σύμφωνο]] ειδικά στα συνθ. εκ συναρπαγής [[ἐννύχιος]], [[παννύχιος]] κ.λπ. Στη Νέα Ελληνική ο τ. [[νύχτα]] έχει σχηματιστεί από [[νύκτα]] με ανομοιωτική [[τροπή]] του πρώτου κλειστού συμφώνου στο αντίστοιχο διαρκές (<b>πρβλ.</b> [[γραπτός]] > γραφτός).Παρ. και συνθ. της λ. [[νύχτα]]:<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[νύκτιος]], [[νύκτωρ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[νύκτερος]], [[νυκτιαίος]], νυκτώον, [[νυκτωπός]], [[νύχα]], [[νυχεύω]], [[νύχιος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[νύχος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[νυκτικός]], [[νυκτώδης]], [[νυχαίος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[νυκτώνω]], [[νυχτιά]], [[νυχτιάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[νυχτιάτικος]], [[νυχτικός]], [[νύχτιος]], [[νυχτώνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό νυκτ[[ο]]- και νυχτ[[ο]]-) [[νυκτοβάτης]], [[νυκτόβιος]], [[νυκτοθήρας]], [[νυκτοκλοπία]], [[νυκτοκόραξ]], [[νυκτοπόρος]], [[νυκτοφύλαξ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[νυκταιροδύτειρα]], [[νυκτάλωψ]], [[νύκταρχος]], [[νυκταστράπτης]], [[νυκταυγής]], [[νυκτεγερτώ]], [[νυκτερέτης]], [[νυκτηγορώ]], [[νυκτήμαρ]], [[νυκτηρεφής]], [[νυκτογραφώ]], [[νυκτοδρόμος]], [[νυκτοειδής]], [[νυκτολάλημα]], [[νυκτολαμπίς]], [[νυκτόμαντις]], [[νυκτομαχώ]], [[νυκτονόμος]], [[νυκτοπεριπλάνητος]], [[νυκτοπλανής]], [[νυκτοπόλεμος]], [[νυκτοπότιον]], [[νυκτοπύρετος]], [[νυκτοστράτηγος]], [[νυκτουργός]], [[νυκτοφαής]], [[νυκτοφαίνουσα]], [[νυκτοφυλακή]], [[νυχθήμερος]] (Ι)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[νυκτέπαρχος]], [[νυκτήμερον]], [[νυκτοπλοώ]], [[νυκτόχρους]]<br /><b>μσν.</b><br />νυκτοδαδίζω, νυκτοδλέπω, νυκτοδραδιάζομαι, [[νυκτοδεσπότις]], νυκτοήμερον, [[νυκτοκοπιάζω]], [[νυκτολεθρία]], [[νυκτολόγημα]], [[νυκτόναρ]], [[νυκτοπερπατάρης]], [[νυκτοπεριπατώ]], [[νυκτοσκόπος]], [[νυκτοστολώ]], νυκτοσυνοδία, [[νυκτοτριήμερος]], [[νυκτοφόρος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[νυκτεργασία]], [[νυκτογυρισμένος]], [[νυκτοκλέπτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[νυκταλγία]], [[νυκτανθές]], [[νυκτοκλοπή]], [[νυκτοναστία]], [[νυκτοπάρωρο]], [[νυκτοπλάνος]], [[νυκτόσημο]], [[νυκτοσκοπός]], [[νυκτοτροπισμός]], [[νυκτουρία]], [[νυκτωδία]], νυχτοδίγλα, νυχτόδιος, [[νυχτοκάματο]], [[νυχτοκάντηλο]], [[νυχτοκόπος]], [[νυχτοκόρακας]], [[νυχτολούλουδο]], [[νυχτομαθημένος]], [[νυχτομάτης]], [[νυχτομάχος]], [[νυχτομπάτης]], [[νυχτοπάλεμα]], [[νυχτοπαραδέρνω]], [[νυχτοπαρωρίτης]], [[νυχτοπάτης]], [[νυχτοπεζοδρόμος]], [[νυχτοπερπατώ]], [[νυχτοπέτα]], [[νυχτοπλάνος]], [[νυχτοπούλι]], [[νυχτοστρατοκόπος]], [[νυχτοφάναρο]], [[νυχτοφύλακας]], [[νυχτοφυλακή]], [[νυχτοφώτιστος]]<br />(Α' συνθετικό νυκτι-) [[νυκτιλάλος]], [[νυκτινόμος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[νυκτιβάτης]], [[νυκτίβιος]], [[νυκτιβόας]], [[νυκτίβρομος]], [[νυκτίγαμος]], [[νυκτιγενέτωρ]], [[νυκτιδιέξοδος]], [[νυκτιδρόμος]], [[νυκτικλέπτης]], [[νυκτικρυφής]], [[νυκτιλαθραιοφάγος]], [[νυκτιλαμπής]], [[νυκτιμανής]], [[νυκτίμαντις]], [[νυκτιμέδουσα]], νυκτιπαταιπλάγιος, [[νυκτίπλαγκτος]], [[νυκτιπλανής]], [[νυκτίπλανος]], [[νυκτιπλοώ]], [[νυκτιπόλευτος]], [[νυκτιπόλος]], [[νυκτιπόρος]], [[νυκτιπραξία]], [[νυκτίρεμβος]], [[νυκτίσεμνος]], [[νυκτιφαής]], [[νυκτιφανής]], [[νυκτίφαντος]], [[νυκτίφοιτος]], [[νυκτιφόρος]], [[νυκτιφρούρητος]], [[νυκτιχαρής]], [[νυκτιχόρευτος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[νυκτικόραξ]], [[νυκτιλόχος]], [[νυκτίχρους]]<br /><b>μσν.</b><br />[[νυκτίμορφος]], [[νυκτίωρος]]<br />(Β' συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> [[καληνύχτα]].
|mltxt=και [[νύκτα]], η (ΑΜ [[νύξ]], -κτός, Μ και [[νύκτα]])<br /><b>1.</b> το [[χρονικό]] [[διάστημα]] από τη [[δύση]] [[μέχρι]] την [[ανατολή]] του Ηλίου, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] την [[ημέρα]] (α. «μαύρη είν' η [[νύχτα]] στα βουνά...» β. «καὶ ἐκάλεσεν ὁ θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ [[σκότος]]... [[νύκτα]]», ΠΔ)<br /><b>2.</b> [[ζόφος]], [[σκοτάδι]] («νῷν δὲ ὀλέθρια νὺξ ἐπ' ὄμμασιν βέβακε», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (σε συγκρίσεις και παρομοιώσεις) [[κάθε]] σκοτεινό ή φοβερό [[πράγμα]] («[[νύχτα]] η [[ομορφιά]] της και [[χάρος]] [[κάθε]] της [[φιλί]]», Παλαμ.)<br /><b>4.</b> (η αιτ. εν. ως επίρρ.) [[νύκτα]]<br />[[κατά]] τη [[διάρκεια]] της νύχτας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «έχει [[νύχτα]]» — [[είναι]] [[αδαής]] ή [[απληροφόρητος]] για ορισμένη [[υπόθεση]]<br />β) «κάνει τη [[νύχτα]] [[μέρα]]» — εργάζεται [[νυχθημερόν]]<br />γ) «σαν τη [[μέρα]] με τη [[νύχτα]]» — λέγεται για τεράστια [[διαφορά]] [[μεταξύ]] προσώπων και πραγμάτων<br />δ) «τά κατάφερες σαν δυο ώρες [[νύχτα]]» — τά έκανες [[θάλασσα]], απέτυχες<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «της νύχτας τα καμώματα τά βλέπει η [[μέρα]] και γελά» — οι νυχτερινές δουλειές [[είναι]] [[συνήθως]] αποτυχημένες<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[νύχτα]] [[μέρα]]» ή «[[μέρα]] [[νύχτα]]» ή «καθημερνό καὶ [[νύχτα]]» ή «(ἡ)[[μέρα]](ν) (καὶ) [[νύκτα]](ν)» ή «ἡμέρας τε καὶ νύκτας» — διαρκώς, [[συνεχώς]], [[πάντοτε]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[νύκτα]] [[πολλά]]» — πολύ [[προτού]] ξημερώσει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[θάνατος]] («ἀμφὶ δὲ [[ὄσσε]] κελαινὴ νὺξ ἐκάλυψε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> το δυτικό [[μέρος]] του ορίζοντα, η [[δύση]]<br /><b>3.</b> <b>ως κύριο όν.</b> Νύξ<br />η θεά της νύχτας, [[θυγατέρα]] του Χάους<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> αἱ νύκτες<br />οι ώρες ή οι φρουρές της νύχτας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. νύξ, νυκτός ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] nek<sup>w</sup>-t- / nok<sup>w</sup>-t- με χειλοϋπερωικό φθόγγο και μαρτυρείται στις περισσότερες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες με [[φωνήεν]] -ο-, <b>πρβλ.</b> λατ. nox, noctis, ιρλδ. in-nocht, γοτθ. nahts και αρχ. ινδ. nak, αιτ. naktam, στο οποίο ο [[τύπος]] του φωνήεντος δεν μπορεί να προσδιοριστεί με [[βεβαιότητα]]. Η λ. [[επίσης]] εμφανίζει θ. σε -ι, <b>πρβλ.</b> γεν. πληθ. του λατ. nox, noctium, αρχ. ινδ. nacti-, λιθουαν. naktis, αρχ. σλαβ. nošti, ενώ στην Ελληνική θ. σε -ι θα μπορούσε ίσως να αναζητηθεί στα συνθ. σε νυκτι- (<b>πρβλ.</b> [[νυκτιβάτης]], νυκτί-βιος), το α' συνθετικό τών οποίων ανάγεται πιθ. σε αρχ. αμάρτυρο ουδ. σε -ι. Η [[απαθής]] [[βαθμίδα]] της ρίζας με [[φωνήεν]] -e- μαρτυρείται στη Χεττιτική (<b>πρβλ.</b> χεττιτ. nekuz) και πιθ. στο ρωσ. netopyr «[[νυχτερίδα]]». Στην Ελληνική τα παράγωγα του νύξ, νυκτός (<b>πρβλ.</b> [[νύκτωρ]], [[νύκτερος]]) [[πρέπει]] να ανάγονται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] n°k<sup>w</sup>-t- της ρίζας που αντιπροσωπεύεται με [[φωνήεν]] -υ- (<b>πρβλ.</b> [[λύκος]]), πιθ. λόγω της επίδρασης του χειλοϋπειρωικού φθόγγου k<sup>w</sup>- (που ετράπη σε -κ- προ συμφώνου) ή κάποιου ηχηρού λαρυγγικού φθόγγου (νυκτ- <span style="color: red;"><</span> nә<sub>3</sub><sup>0</sup>-, <b>πρβλ.</b> όνυμα: όνομα). Το [[φωνήεν]] -υ- τών παραγώγων επεκτάθηκε στη [[συνέχεια]] και στη λ. νύξ. Η ύπαρξη θέματος με [[επίθημα]] σε -r, <b>πρβλ.</b> λατ. nocturnus και [[νύκτωρ]] (σχηματισμένο όπως το [[ὕδωρ]]), [[νύκτερος]], ανάγεται ήδη στην Ινδοευρωπαϊκή. Παρ' όλα αυτά, έχουν διατυπωθεί αμφιβολίες για το πόσο αρχ. [[είναι]] η λ. [[νύκτωρ]], ενώ υποστηρίζεται ότι ο τ. [[νύκτερος]] έχει σχηματιστεί αναλογικά [[προς]] το [[ἕσπερος]]. Η [[πιθανότητα]] [[πάντως]] αναλογικής επίδρασης δεν μπορεί να αποκλειστεί εντελώς αν παρατηρήσει [[κανείς]] και την [[παραλληλία]] [[ανάμεσα]] στα ήμερινός —[[ἡμέριος]] - [[ἡμερήσιος]] και [[νυκτερινός]] -[[νυκτέριος]] - [[νυκτερήσιος]]. Χαρακτηριστική, [[τέλος]], [[είναι]] στην Ελληνική η ύπαρξη αρχ. θέματος με δασύ [[σύμφωνο]], που δύσκολα μπορεί να ερμηνευθεί στα [[ἐννύχιος]], [[νυχαῖος]], [[νύχειος]], [[νυχεύω]], [[νύχα]]. Κατά μία [[άποψη]], το δασύ αυτό [[σύμφωνο]] —αν το [[θέμα]] [[είναι]] αρχαίο— αντιπροσωπεύει έναν δασύ χειλουπερωικό φθόγγο g<sup>wh</sup>, που σχηματίστηκε πιθ. κατ' [[επίδραση]] του -υ- ή αμάρτυρου ηχηρού δασέος φθόγγου -gh-. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], περισσότερο πιθανή, το δασύ [[σύμφωνο]] έχει προέλθει από λανθασμένη [[ερμηνεία]] του ονόματος νύξ, όπου το -τ- δεν ήταν εμφανές και το -ξ- προφέρθηκε ως δασύ [[σύμφωνο]] ειδικά στα συνθ. εκ συναρπαγής [[ἐννύχιος]], [[παννύχιος]] κ.λπ. Στη Νέα Ελληνική ο τ. [[νύχτα]] έχει σχηματιστεί από [[νύκτα]] με ανομοιωτική [[τροπή]] του πρώτου κλειστού συμφώνου στο αντίστοιχο διαρκές (<b>πρβλ.</b> [[γραπτός]] > γραφτός).Παρ. και συνθ. της λ. [[νύχτα]]:<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[νύκτιος]], [[νύκτωρ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[νύκτερος]], [[νυκτιαίος]], νυκτώον, [[νυκτωπός]], [[νύχα]], [[νυχεύω]], [[νύχιος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[νύχος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[νυκτικός]], [[νυκτώδης]], [[νυχαίος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[νυκτώνω]], [[νυχτιά]], [[νυχτιάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[νυχτιάτικος]], [[νυχτικός]], [[νύχτιος]], [[νυχτώνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό νυκτ[[ο]]- και νυχτ[[ο]]-) [[νυκτοβάτης]], [[νυκτόβιος]], [[νυκτοθήρας]], [[νυκτοκλοπία]], [[νυκτοκόραξ]], [[νυκτοπόρος]], [[νυκτοφύλαξ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[νυκταιροδύτειρα]], [[νυκτάλωψ]], [[νύκταρχος]], [[νυκταστράπτης]], [[νυκταυγής]], [[νυκτεγερτώ]], [[νυκτερέτης]], [[νυκτηγορώ]], [[νυκτήμαρ]], [[νυκτηρεφής]], [[νυκτογραφώ]], [[νυκτοδρόμος]], [[νυκτοειδής]], [[νυκτολάλημα]], [[νυκτολαμπίς]], [[νυκτόμαντις]], [[νυκτομαχώ]], [[νυκτονόμος]], [[νυκτοπεριπλάνητος]], [[νυκτοπλανής]], [[νυκτοπόλεμος]], [[νυκτοπότιον]], [[νυκτοπύρετος]], [[νυκτοστράτηγος]], [[νυκτουργός]], [[νυκτοφαής]], [[νυκτοφαίνουσα]], [[νυκτοφυλακή]], [[νυχθήμερος]] (Ι)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[νυκτέπαρχος]], [[νυκτήμερον]], [[νυκτοπλοώ]], [[νυκτόχρους]]<br /><b>μσν.</b><br />νυκτοδαδίζω, νυκτοδλέπω, νυκτοδραδιάζομαι, [[νυκτοδεσπότις]], νυκτοήμερον, [[νυκτοκοπιάζω]], [[νυκτολεθρία]], [[νυκτολόγημα]], [[νυκτόναρ]], [[νυκτοπερπατάρης]], [[νυκτοπεριπατώ]], [[νυκτοσκόπος]], [[νυκτοστολώ]], νυκτοσυνοδία, [[νυκτοτριήμερος]], [[νυκτοφόρος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[νυκτεργασία]], [[νυκτογυρισμένος]], [[νυκτοκλέπτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[νυκταλγία]], [[νυκτανθές]], [[νυκτοκλοπή]], [[νυκτοναστία]], [[νυκτοπάρωρο]], [[νυκτοπλάνος]], [[νυκτόσημο]], [[νυκτοσκοπός]], [[νυκτοτροπισμός]], [[νυκτουρία]], [[νυκτωδία]], νυχτοδίγλα, νυχτόδιος, [[νυχτοκάματο]], [[νυχτοκάντηλο]], [[νυχτοκόπος]], [[νυχτοκόρακας]], [[νυχτολούλουδο]], [[νυχτομαθημένος]], [[νυχτομάτης]], [[νυχτομάχος]], [[νυχτομπάτης]], [[νυχτοπάλεμα]], [[νυχτοπαραδέρνω]], [[νυχτοπαρωρίτης]], [[νυχτοπάτης]], [[νυχτοπεζοδρόμος]], [[νυχτοπερπατώ]], [[νυχτοπέτα]], [[νυχτοπλάνος]], [[νυχτοπούλι]], [[νυχτοστρατοκόπος]], [[νυχτοφάναρο]], [[νυχτοφύλακας]], [[νυχτοφυλακή]], [[νυχτοφώτιστος]]<br />(Α' συνθετικό νυκτι-) [[νυκτιλάλος]], [[νυκτινόμος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[νυκτιβάτης]], [[νυκτίβιος]], [[νυκτιβόας]], [[νυκτίβρομος]], [[νυκτίγαμος]], [[νυκτιγενέτωρ]], [[νυκτιδιέξοδος]], [[νυκτιδρόμος]], [[νυκτικλέπτης]], [[νυκτικρυφής]], [[νυκτιλαθραιοφάγος]], [[νυκτιλαμπής]], [[νυκτιμανής]], [[νυκτίμαντις]], [[νυκτιμέδουσα]], νυκτιπαταιπλάγιος, [[νυκτίπλαγκτος]], [[νυκτιπλανής]], [[νυκτίπλανος]], [[νυκτιπλοώ]], [[νυκτιπόλευτος]], [[νυκτιπόλος]], [[νυκτιπόρος]], [[νυκτιπραξία]], [[νυκτίρεμβος]], [[νυκτίσεμνος]], [[νυκτιφαής]], [[νυκτιφανής]], [[νυκτίφαντος]], [[νυκτίφοιτος]], [[νυκτιφόρος]], [[νυκτιφρούρητος]], [[νυκτιχαρής]], [[νυκτιχόρευτος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[νυκτικόραξ]], [[νυκτιλόχος]], [[νυκτίχρους]]<br /><b>μσν.</b><br />[[νυκτίμορφος]], [[νυκτίωρος]]<br />(Β' συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> [[καληνύχτα]].
}}
}}
{{trml
{{trml
|trtx=Abkhaz: аҵх, аҵых; Adyghe: чэщы; чэщ; Afrikaans: nag; Ahom: 𑜁𑜢𑜤𑜃𑜫; Ainu: アンチカㇻ; Akkadian: 𒆥𒋝; Albanian: natë, nata; American Sign Language: BentB@BackHand-PalmDown-FlatB@CenterChesthigh-PalmDown Contact; Amharic: ሌት; Arabic: لَيْلَة‎, لَيْل‎; Egyptian Arabic: ليل‎, ليلة‎; Gulf Arabic: بليل‎; Aragonese: nueit, nuei; Aramaic Hebrew: לליא‎; Classical Syriac: ܠܠܝܐ‎; Assyrian Neo-Aramaic: ܠܲܝܠܹܐ‎; Archi: иш; Armenian: գիշեր; Aromanian: noapti, noapte, nopti; Assamese: ৰাতি; Asturian: nueche; Atayal: gbyan; Avestan: 𐬑𐬴𐬀𐬞𐬀𐬥‎, 𐬥𐬀𐬑𐬙𐬎‎; Aymara: aruma; Azerbaijani: gecə; Bakhtiari: شو‎; Baluchi: شپ‎; Bashkir: төн; Basque: gau; Bavarian: Nocht; Belarusian: ноч; Bengali: রাত; Bhojpuri: 𑂩𑂰𑂞𑂱; Breton: noz; Bulgarian: нощ; Burmese: ည; Buryat: һүни; Catalan: nit; Catawba: witchawa; Central Atlas Tamazight: ⵉⴹ; Central Dusun: doungotuong; Central Mazahua: xomu̷; Central Sierra Miwok: kawý·ly-; Cham Eastern Western Chamicuro: chpolyaye; Chamorro: puengi; Chechen: буьйса; Cherokee: ᏒᎠᏱ; Cheyenne: táa'e; Chickasaw: oklhili; Chinese Cantonese: 夜晚; Dungan: е, еван, ванщи; Mandarin: 夜晚, 夜, 宵; Min Nan: 暗暝, 暗頭, 暝時, 暗時; Wu: 夜到; Chukchi: ныкирит; Chuvash: ҫӗр; Coptic Bohairic: ⲉϫⲱⲣϩ; Sahidic: ⲟⲩϣⲏ; Cornish: nos; Czech: noc; Dalmatian: nuat; Danish: nat; Dolgan: түүн; Dutch: [[nacht]]; Eastern Bontoc: lafi; Emilian: nôt; Erzya: ве; Eshtehardi: شو‎; Esperanto: nokto; Estonian: öö; Even: долбани; Evenki: долбони; Ewe: zã; Extremaduran: nochi; Faroese: nátt; Finnish: yö; French: [[nuit]]; Friulian: gnot; Gagauz: gecä; Galician: noite; Ge'ez: ሌሊት; Georgian: ღამე; German: [[Nacht]]; Middle High German: naht; Gilbertese: bong; Gothic: 𐌽𐌰𐌷𐍄𐍃; Greek: [[νύχτα]]; Ancient Greek: [[νύξ]]; Guaraní: pyhare; Gujarati: રાત, રાત્રી; Haitian Creole: lannuit; Hawaiian: pō; Hebrew: לַיְלָה‎; Higaonon: daluman; Hindi: रात, रात्रि, शब, रात्र, राति; Hittite: 𒅖𒉺𒀭𒍝; Hungarian: éjszaka, éjjel, éj; Hunsrik: Nacht, naacht; Iban: malam; Icelandic: nótt, nátt, njóla; Ido: nokto; Ilocano: rabii; Indonesian: malam; Ingrian: öö; Ingush: бийса; Irish: oíche; Old Irish: adaig; Isnag: xabi; Istriot: nuoto; Istro-Romanian: nopte; Italian: [[notte]]; Japanese: 夜; Javanese: wengi; Kabardian: жэщ; Kalmyk: сө; Kannada: ಇರುಳು, ರಾತ್ರಿ; Kapampangan: bengi; Karachay-Balkar: кече; Karakalpak: tu'n; Kashubian: noc; Kazakh: түн; Ket: си; Khakas: тӱн; Khmer: យប់, រាត្រី; Komi-Permyak: вой; Korean: 밤; Koryak: ныкинык; Kumyk: гече; Kurdish Central Kurdish: شەو‎; Northern Kurdish: şev; Kyrgyz: түн; Ladino: noche; Lao: ຄືນ; Latgalian: nakts; Latin: [[nox]]; Latvian: nakts; Lezgi: йиф; Ligurian: néutte; Lingala: butú; Lithuanian: naktis, šiaurė; Livonian: īe; Lombard: nott; Lubuagan Kalinga: labi; Luxembourgish: Nuecht, Nuet; Macedonian: ноќ; Magahi: 𑂩𑂰𑂞𑂱; Maguindanao: magabi; Maithili: राति; Malay: malam, lailah; Malayalam: രാത്രി; Maltese: lejl; Manchu: ᡩᠣᠪᠣᡵᡳ; Mansaka: gabi; Manx: oie; Maore Comorian: uku 11 or Maori: pō; Maranao: gagawi'i; Marathi: रात्र; Mazanderani: شو‎; Middle French: nuyt; Middle Persian: LYLYA; Mirandese: nuite; Mon: ဗ္တံ; Mongolian: шөнө; Mòcheno: nòcht; Nahuatl Classical: yohualli; Guerrero: yewajli; Highland Puebla: yohual; Mecayapan: yóhual; Northern Puebla: yohuali; Tetelcingo: yohuali̱; Tlamacazapa: yowali; Nanai: долбо; Nauruan: anubumin; Navajo: tłʼééʼ; Neapolitan: notte; Nepali: रात; Ngazidja Comorian: masihu Nivkh: урк; Nogai: туьн; Norman: niet, nyit; Northern Ohlone: múr; Northern Sami: idja; Northern Norwegian Bokmål: natt or; Nynorsk: natt; Occitan: nuèch, nuèit; Oki-No-Erabu: 夜; Okinawan: 夜; Old Church Slavonic Cyrillic: нощь; Glagolitic: ⱀⱁⱋⱐ; Old East Slavic: ночь; Old English: niht; Old French: nuit, noit; Old Javanese: wĕṅi; Old Norse: nátt, njóla; Old Occitan: noit; Old Persian: xšap; Oriya: ରାତି; Oromo: halkan; Ossetian: ӕхсӕв; Ottoman Turkish: كیجه‎; Pashto: شپه‎; Pennsylvania German: Nacht; Persian: شب‎; Phoenician: 𐤋𐤋‎; Piedmontese: neuit; Pipil: tayua; Pitjantjatjara: munga; Polabian: nüc; Polish: noc; Portuguese: [[noite]]; Punjabi: ਰਾਤ; Quechua: tuta, pagas, ch'isi; Rohingya: rait; Romagnol: nòt, nòta; Romani: rǎt; Romanian: noapte; Romansch: notg, not; Russian: [[ночь]]; Rusyn: нуч; Sami Inari: ijjâ; Kildin: ыйй; Lule: idja; Northern: idja; Pite: ijja; Southern: jïjje; Ter: jɨjj; Ume: jïjja; Samoan: valuapo, po; Sanskrit: रात्रि, क्षप्, नक्ति; Sardinian: noti, notti; Saterland Frisian: Noacht; Scots: nicht; Scottish Gaelic: oidhche; Serbo-Croatian Cyrillic: ноћ; Roman: noć; Shan: ၶိုၼ်; Shona: husiku; Shor: тӱн, қара; Sicilian: notti; Sindhi: رات‎; Sinhalese: රැය; Slovak: noc; Slovene: noč; Somali: habeen; Sorbian Lower Sorbian: noc; Upper Sorbian: nóc; Sotho: hosiu; Southern Altai: тӱн; Southern Kalinga: lafi; Spanish: [[noche]]; Sundanese: peuting, wengi; Swahili: usiku; Swedish: natt; Sylheti: ꠞꠣꠁꠔ; Tabasaran: йишв; Tagalog: gabi; Tahitian: pō; Tajik: шаб; Talysh Asalemi: شو‎; Tamil: இரவு; Tatar: төн, төнгелек; Tausug: dūm; Telugu: రాత్రి; Tetum: kalan; Thai: กลางคืน, คืน, ราตรี; Tibetan: མཚན་མོ, དགོང་མོ; Tigrinya: ለይቲ; Tocharian B: yṣīye; Tok Pisin: nait; Tongan: poʻuli; Turkish: gece; Turkmen: gije; Tuvan: дүн; Udi: шу; Udmurt: уй; Ugaritic: 𐎍𐎍; Ukrainian: ніч; Urdu: رات‎, شب‎; Uyghur: تۈن‎, كېچە‎; Uzbek: tun, kecha; Venetian: note; Veps: ö; Vietnamese: đêm, tối, ban đêm, khuya; Vilamovian: nocht, naocht; Volapük: neit; Voro: üü; Votic: üü; Wakhi: naγd; Walloon: nute, niût; Warlpiri: munga; Welsh: nos; West Frisian: nacht; Western Bukidnon Manobo: dukilem; Western Panjabi: رات‎; White Hmong: hmos; Winnebago: hąąhe; Wolof: guddi; Yagnobi: хишап; Yakan: sangem; Yakut: түүн; Yiddish: נאַכט‎; Yonaguni: 夜; Yucatec Maya: áak'ab; Zazaki: şew; Zealandic: nacht; Zhuang: hwnz, ngwnz; Zulu: ubusuku
|trtx=Abkhaz: аҵх, аҵых; Adyghe: чэщы; чэщ; Afrikaans: nag; Ahom: 𑜁𑜢𑜤𑜃𑜫; Ainu: アンチカㇻ; Akkadian: 𒆥𒋝; Albanian: natë, nata; American Sign Language: BentB@BackHand-PalmDown-FlatB@CenterChesthigh-PalmDown Contact; Amharic: ሌት; Arabic: لَيْلَة‎, لَيْل‎; Egyptian Arabic: ليل‎, ليلة‎; Gulf Arabic: بليل‎; Aragonese: nueit, nuei; Aramaic Hebrew: לליא‎; Classical Syriac: ܠܠܝܐ‎; Assyrian Neo-Aramaic: ܠܲܝܠܹܐ‎; Archi: иш; Armenian: գիշեր; Aromanian: noapti, noapte, nopti; Assamese: ৰাতি; Asturian: nueche; Atayal: gbyan; Avestan: 𐬑𐬴𐬀𐬞𐬀𐬥‎, 𐬥𐬀𐬑𐬙𐬎‎; Aymara: aruma; Azerbaijani: gecə; Bakhtiari: شو‎; Baluchi: شپ‎; Bashkir: төн; Basque: gau; Bavarian: Nocht; Belarusian: ноч; Bengali: রাত; Bhojpuri: 𑂩𑂰𑂞𑂱; Breton: noz; Bulgarian: нощ; Burmese: ည; Buryat: һүни; Catalan: nit; Catawba: witchawa; Central Atlas Tamazight: ⵉⴹ; Central Dusun: doungotuong; Central Mazahua: xomu̷; Central Sierra Miwok: kawý·ly-; Cham Eastern Western Chamicuro: chpolyaye; Chamorro: puengi; Chechen: буьйса; Cherokee: ᏒᎠᏱ; Cheyenne: táa'e; Chickasaw: oklhili; Chinese Cantonese: 夜晚; Dungan: е, еван, ванщи; Mandarin: 夜晚, 夜, 宵; Min Nan: 暗暝, 暗頭, 暝時, 暗時; Wu: 夜到; Chukchi: ныкирит; Chuvash: ҫӗр; Coptic Bohairic: ⲉϫⲱⲣϩ; Sahidic: ⲟⲩϣⲏ; Cornish: nos; Czech: noc; Dalmatian: nuat; Danish: nat; Dolgan: түүн; Dutch: [[nacht]]; Eastern Bontoc: lafi; Emilian: nôt; Erzya: ве; Eshtehardi: شو‎; Esperanto: nokto; Estonian: öö; Even: долбани; Evenki: долбони; Ewe: zã; Extremaduran: nochi; Faroese: nátt; Finnish: yö; French: [[nuit]]; Friulian: gnot; Gagauz: gecä; Galician: noite; Ge'ez: ሌሊት; Georgian: ღამე; German: [[Nacht]]; Middle High German: naht; Gilbertese: bong; Gothic: 𐌽𐌰𐌷𐍄𐍃; Greek: [[νύχτα]]; Ancient Greek: [[νύξ]]; Guaraní: pyhare; Gujarati: રાત, રાત્રી; Haitian Creole: lannuit; Hawaiian: pō; Hebrew: לַיְלָה‎; Higaonon: daluman; Hindi: रात, रात्रि, शब, रात्र, राति; Hittite: 𒅖𒉺𒀭𒍝; Hungarian: éjszaka, éjjel, éj; Hunsrik: Nacht, naacht; Iban: malam; Icelandic: nótt, nátt, njóla; Ido: nokto; Ilocano: rabii; Indonesian: malam; Ingrian: öö; Ingush: бийса; Irish: oíche; Old Irish: adaig; Isnag: xabi; Istriot: nuoto; Istro-Romanian: nopte; Italian: [[notte]]; Japanese: 夜; Javanese: wengi; Kabardian: жэщ; Kalmyk: сө; Kannada: ಇರುಳು, ರಾತ್ರಿ; Kapampangan: bengi; Karachay-Balkar: кече; Karakalpak: tu'n; Kashubian: noc; Kazakh: түн; Ket: си; Khakas: тӱн; Khmer: យប់, រាត្រី; Komi-Permyak: вой; Korean: 밤; Koryak: ныкинык; Kumyk: гече; Kurdish Central Kurdish: شەو‎; Northern Kurdish: şev; Kyrgyz: түн; Ladino: noche; Lao: ຄືນ; Latgalian: nakts; Latin: [[nox]]; Latvian: nakts; Lezgi: йиф; Ligurian: néutte; Lingala: butú; Lithuanian: naktis, šiaurė; Livonian: īe; Lombard: nott; Lubuagan Kalinga: labi; Luxembourgish: Nuecht, Nuet; Macedonian: ноќ; Magahi: 𑂩𑂰𑂞𑂱; Maguindanao: magabi; Maithili: राति; Malay: malam, lailah; Malayalam: രാത്രി; Maltese: lejl; Manchu: ᡩᠣᠪᠣᡵᡳ; Mansaka: gabi; Manx: oie; Maore Comorian: uku 11 or Maori: pō; Maranao: gagawi'i; Marathi: रात्र; Mazanderani: شو‎; Middle French: nuyt; Middle Persian: LYLYA; Mirandese: nuite; Mon: ဗ္တံ; Mongolian: шөнө; Mòcheno: nòcht; Nahuatl Classical: yohualli; Guerrero: yewajli; Highland Puebla: yohual; Mecayapan: yóhual; Northern Puebla: yohuali; Tetelcingo: yohuali̱; Tlamacazapa: yowali; Nanai: долбо; Nauruan: anubumin; Navajo: tłʼééʼ; Neapolitan: notte; Nepali: रात; Ngazidja Comorian: masihu Nivkh: урк; Nogai: туьн; Norman: niet, nyit; Northern Ohlone: múr; Northern Sami: idja; Northern Norwegian Bokmål: natt or; Nynorsk: natt; Occitan: nuèch, nuèit; Oki-No-Erabu: 夜; Okinawan: 夜; Old Church Slavonic Cyrillic: нощь; Glagolitic: ⱀⱁⱋⱐ; Old East Slavic: ночь; Old English: niht; Old French: nuit, noit; Old Javanese: wĕṅi; Old Norse: nátt, njóla; Old Occitan: noit; Old Persian: xšap; Oriya: ରାତି; Oromo: halkan; Ossetian: ӕхсӕв; Ottoman Turkish: كیجه‎; Pashto: شپه‎; Pennsylvania German: Nacht; Persian: شب‎; Phoenician: 𐤋𐤋‎; Piedmontese: neuit; Pipil: tayua; Pitjantjatjara: munga; Polabian: nüc; Polish: noc; Portuguese: [[noite]]; Punjabi: ਰਾਤ; Quechua: tuta, pagas, ch'isi; Rohingya: rait; Romagnol: nòt, nòta; Romani: rǎt; Romanian: noapte; Romansch: notg, not; Russian: [[ночь]]; Rusyn: нуч; Sami Inari: ijjâ; Kildin: ыйй; Lule: idja; Northern: idja; Pite: ijja; Southern: jïjje; Ter: jɨjj; Ume: jïjja; Samoan: valuapo, po; Sanskrit: रात्रि, क्षप्, नक्ति; Sardinian: noti, notti; Saterland Frisian: Noacht; Scots: nicht; Scottish Gaelic: oidhche; Serbo-Croatian Cyrillic: ноћ; Roman: noć; Shan: ၶိုၼ်; Shona: husiku; Shor: тӱн, қара; Sicilian: notti; Sindhi: رات‎; Sinhalese: රැය; Slovak: noc; Slovene: noč; Somali: habeen; Sorbian Lower Sorbian: noc; Upper Sorbian: nóc; Sotho: hosiu; Southern Altai: тӱн; Southern Kalinga: lafi; Spanish: [[noche]]; Sundanese: peuting, wengi; Swahili: usiku; Swedish: natt; Sylheti: ꠞꠣꠁꠔ; Tabasaran: йишв; Tagalog: gabi; Tahitian: pō; Tajik: шаб; Talysh Asalemi: شو‎; Tamil: இரவு; Tatar: төн, төнгелек; Tausug: dūm; Telugu: రాత్రి; Tetum: kalan; Thai: กลางคืน, คืน, ราตรี; Tibetan: མཚན་མོ, དགོང་མོ; Tigrinya: ለይቲ; Tocharian B: yṣīye; Tok Pisin: nait; Tongan: poʻuli; Turkish: gece; Turkmen: gije; Tuvan: дүн; Udi: шу; Udmurt: уй; Ugaritic: 𐎍𐎍; Ukrainian: ніч; Urdu: رات‎, شب‎; Uyghur: تۈن‎, كېچە‎; Uzbek: tun, kecha; Venetian: note; Veps: ö; Vietnamese: đêm, tối, ban đêm, khuya; Vilamovian: nocht, naocht; Volapük: neit; Voro: üü; Votic: üü; Wakhi: naγd; Walloon: nute, niût; Warlpiri: munga; Welsh: nos; West Frisian: nacht; Western Bukidnon Manobo: dukilem; Western Panjabi: رات‎; White Hmong: hmos; Winnebago: hąąhe; Wolof: guddi; Yagnobi: хишап; Yakan: sangem; Yakut: түүн; Yiddish: נאַכט‎; Yonaguni: 夜; Yucatec Maya: áak'ab; Zazaki: şew; Zealandic: nacht; Zhuang: hwnz, ngwnz; Zulu: ubusuku
}}
}}