ἐξαιρῶ: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
(CSV import)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), " to "$1$2, ")
 
Line 1: Line 1:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=ἀφαιρῶ, [[διαλέγω]]). Σύνθετο ἀπό τό ἐκ + αἱρῶ.<br><b>Παράγωγα:</b> [[ἐξαιρέσιμος]], [[ἐξαίρεσις]], [[ἐξαιρετέος]], [[ἐξαιρετός]], [[ἐξαίρετος]].
|mantxt=(=[[ἀφαιρῶ]], [[διαλέγω]]). Σύνθετο ἀπό τό ἐκ + αἱρῶ.<br><b>Παράγωγα:</b> [[ἐξαιρέσιμος]], [[ἐξαίρεσις]], [[ἐξαιρετέος]], [[ἐξαιρετός]], [[ἐξαίρετος]].
}}
}}

Latest revision as of 12:46, 29 November 2022

Mantoulidis Etymological

(=ἀφαιρῶ, διαλέγω). Σύνθετο ἀπό τό ἐκ + αἱρῶ.
Παράγωγα: ἐξαιρέσιμος, ἐξαίρεσις, ἐξαιρετέος, ἐξαιρετός, ἐξαίρετος.