Category:Mantoulidis Etymological
Ετυμολογικό Λεξικό Μαντουλίδη
Pages in category "Mantoulidis Etymological"
The following 200 pages are in this category, out of 4,513 total.
(previous page) (next page)Α
- αὔριον
- αὐστηρός
- αὐτόμολος
- αὐτόφωρος
- αὐχέω
- αἰόλος
- αἰών
- αἰώρα
- αἰγίοχος
- αἰγίς
- αἰγόκερως
- αἰγιαλός
- αἰγυπιός
- αἰδώς
- αἰδοῖος
- αἰδοῦμαι
- αἰθάλη
- αἰθήρ
- αἰθίοψ
- αἰκία
- αἰκίζομαι
- αἰκίζω
- αἰνίσσομαι
- αἰνῶ
- αἰπόλος
- αἰσθάνομαι
- αἰτέω
- αἰτία
- αἰχμάλωτος
- αἰχμή
- αἱμασιά
- αἱρέω
- αἴγαγρος
- αἴγειρος
- αἴγλη
- αἴθουσα
- αἴθριος
- αἴθω
- αἴλουρος
- αἴνιγμα
- αἴξ
- αἴρω
- αἴσιος
- αἶνος
- αἶσχος
- αἷμα
- αὐαίνω
- αὐδή
- αὐθάδης
- αὐθέντης
- αὐθαίρετος
- αὐτίκα
- αὐτόματος
- αὐτόπτης
- αὐτόχθων
- αὐτόχρημα
- αὐτοτελής
- αὐτουργός
- αὐχμός
- αὔρα
- αὔτανδρος
- αὔω
Β
- βάδην
- βάθρον
- βάκχος
- βάλλω
- βάναυσος
- βάπτω
- βάραθρον
- βάρβαρος
- βάσανος
- βάσις
- βάσκανος
- βέβαιος
- βέβηλος
- βέλος
- βήξ
- βήσσω
- βία
- βίαιος
- βίβλος
- βόθρος
- βόμβος
- βόρβορος
- βόσκω
- βόσπορος
- βότρυς
- βύβλος
- βύρσα
- βύσσος
- βαίνω
- βαδίζω
- βαθύς
- βαθμός
- βακτηρία
- βαλάντιον
- βαλαντιοτομῶ
- βαλβίς
- βαλιός
- βαπτίζω
- βαρύγδουπος
- βαρύς
- βασιλεύς
- βαστάζω
- βατταρίζω
- βαυκαλίζω
- βαφή
- βδέλλα
- βδελύσσομαι
- βδελυρός
- βελόνη
- βηλός
- βιός
- βιόω
- βιβάζω
- βιβρώσκω
- βλάβη
- βλάξ
- βλάσφημος
- βλέμμα
- βλέπω
- βλέφαρον
- βλίττω
- βλύζω
- βλώσκω
- βλαστάνω
- βληχή
- βλοσυρός
- βλῆμα
- βοάω
- βούβαλος
- βούλομαι
- βοηθός
- βοηλάτης
- βοιωτία
- βολίς
- βορά
- βοτάνη
- βουθυτῶ
- βουκόλος
- βουλή
- βουλεύω
- βουλιμία
- βουστροφηδόν
- βοῶπις
- βράγχος
- βράσσω
- βράττω
- βρέχω
- βρίθω
- βρόμος
- βρύω
- βραβεῖον
- βραχίων
- βριμόομαι
- βροντή
- βροτός
- βρυχῶμαι
- βρῶσις
- βυθός
- βυρσοδέψης
- βυσσός
- βυσσοδομῶ
- βωμός
- βωμολόχος
- βῆμα
- βῆσσα