ἑτοιμαστικός: Difference between revisions
From LSJ
Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft
(a) |
(14) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1052.png Seite 1052]] zu-, vorbereitend, K. S. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1052.png Seite 1052]] zu-, vorbereitend, K. S. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἑτοιμαστικός''': -ή, -όν, ὁ ἑτοιμάζων, [[προπαρασκευαστικός]], ἑτοιμαστικὴ [[φωνή]], ἡ ἑτοιμάζουσα τὴν ἀκοὴν τῶν ἀνθρώπων, Ἐπιφάν. τ. 1. σ. 764Α καὶ Β. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἑτοιμαστικός]], -ή, -όν (Α) [[ετοιμαστής]]<br />αυτός που ετοιμάζει, που προπαρασκευάζει («ἑτοιμαστικὴ [[φωνή]]» — η [[φωνή]] που ετοιμάζει την [[ακοή]] τών ανθρώπων, Επιφάν.). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:13, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1052] zu-, vorbereitend, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτοιμαστικός: -ή, -όν, ὁ ἑτοιμάζων, προπαρασκευαστικός, ἑτοιμαστικὴ φωνή, ἡ ἑτοιμάζουσα τὴν ἀκοὴν τῶν ἀνθρώπων, Ἐπιφάν. τ. 1. σ. 764Α καὶ Β.
Greek Monolingual
ἑτοιμαστικός, -ή, -όν (Α) ετοιμαστής
αυτός που ετοιμάζει, που προπαρασκευάζει («ἑτοιμαστικὴ φωνή» — η φωνή που ετοιμάζει την ακοή τών ανθρώπων, Επιφάν.).