Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἑτοιμαστικός: Difference between revisions

From LSJ

Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft

Menander, Monostichoi, 307
(a)
 
(14)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1052.png Seite 1052]] zu-, vorbereitend, K. S.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1052.png Seite 1052]] zu-, vorbereitend, K. S.
}}
{{ls
|lstext='''ἑτοιμαστικός''': -ή, -όν, ὁ ἑτοιμάζων, [[προπαρασκευαστικός]], ἑτοιμαστικὴ [[φωνή]], ἡ ἑτοιμάζουσα τὴν ἀκοὴν τῶν ἀνθρώπων, Ἐπιφάν. τ. 1. σ. 764Α καὶ Β.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἑτοιμαστικός]], -ή, -όν (Α) [[ετοιμαστής]]<br />αυτός που ετοιμάζει, που προπαρασκευάζει («ἑτοιμαστικὴ [[φωνή]]» — η [[φωνή]] που ετοιμάζει την [[ακοή]] τών ανθρώπων, Επιφάν.).
}}
}}

Latest revision as of 07:13, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1052] zu-, vorbereitend, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτοιμαστικός: -ή, -όν, ὁ ἑτοιμάζων, προπαρασκευαστικός, ἑτοιμαστικὴ φωνή, ἡ ἑτοιμάζουσα τὴν ἀκοὴν τῶν ἀνθρώπων, Ἐπιφάν. τ. 1. σ. 764Α καὶ Β.

Greek Monolingual

ἑτοιμαστικός, -ή, -όν (Α) ετοιμαστής
αυτός που ετοιμάζει, που προπαρασκευάζει («ἑτοιμαστικὴ φωνή» — η φωνή που ετοιμάζει την ακοή τών ανθρώπων, Επιφάν.).