ἐρείψιμος: Difference between revisions

m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
m (Text replacement - "πᾱν" to "πᾶν")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ereipsimos
|Transliteration C=ereipsimos
|Beta Code=e)rei/yimos
|Beta Code=e)rei/yimos
|Definition=ον, [[thrown down]], [[in ruins]], στέγος <span class="bibl">E.<span class="title">IT</span>48</span>.
|Definition=ἐρείψιμον, [[thrown down]], [[in ruins]], στέγος E.''IT''48.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐρείψιμος]], -ον (Α) [[έρειψη]]<br />γκρεμισμένος, πεσμένος σε ερείπια («πᾱν δ’ ἐρείψιμον [[στέγος]] βεβλημένον πρὸς [[οὖδας]]», <b>Ευρ.</b>).
|mltxt=[[ἐρείψιμος]], -ον (Α) [[έρειψη]]<br />γκρεμισμένος, πεσμένος σε ερείπια («πᾶν δ’ ἐρείψιμον [[στέγος]] βεβλημένον πρὸς [[οὖδας]]», <b>Ευρ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 21:11, 23 October 2024

English (LSJ)

ἐρείψιμον, thrown down, in ruins, στέγος E.IT48.

German (Pape)

[Seite 1025] ον, eingestürzt, πᾶν δ' ἐρ. στέγος βεβλημένον πρὸς οὖδας Eur. I. T. 58.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tombe en ruines, qui s'écroule.
Étymologie: ἐρείπω.

Russian (Dvoretsky)

ἐρείψῑμος: развалившийся, рухнувший (στέγος Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐρείψιμος: -ον, κατερριμμένος εἰς ἐρείπια, Εὐρ. Ι. Τ. 48.

Greek Monolingual

ἐρείψιμος, -ον (Α) έρειψη
γκρεμισμένος, πεσμένος σε ερείπια («πᾶν δ’ ἐρείψιμον στέγος βεβλημένον πρὸς οὖδας», Ευρ.).

Greek Monotonic

ἐρείψιμος: -ον (ἐρείπω), αυτός που ρίχνεται κάτω, γκρεμισμένος, που σπάζει σε κομμάτια, σε Ευρ.

Middle Liddell

ἐρείψιμος, ον ἐρείπω
thrown down, in ruins, Eur.

English (Woodhouse)

fallen in ruins, in ruins