οὖδας

From LSJ

ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν → in peace and prosperity states and individuals have better sentiments, because they do not find themselves suddenly confronted with imperious necessities

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὖδας Medium diacritics: οὖδας Low diacritics: ούδας Capitals: ΟΥΔΑΣ
Transliteration A: oûdas Transliteration B: oudas Transliteration C: oydas Beta Code: ou)=das

English (LSJ)

τό, gen. οὔδεος, dat.
A οὔδει Il.5.734, al. (more rarely οὔδεϊ 23.283, h.Merc.284):—poet. Noun, prop. surface of the earth, ground, ἄσπετον οὖδας = vast earth Od.13.395, al.; ὑπ' οὖδας = under the surface, 9.135; ὀδὰξ ἕλον οὖδας = bit the dust, of wounded or dying men, Il.11.749, 19.61, Od. 22.269; οὔδει ἐρείσθη = he rested on the ground, Il.12.192; ἀπ' οὔδεος = from the ground, ib.448, Od.9.242; οὖδάσδε = to the ground, to earth, Il. 17.457, Od.10.440: also in Trag., πρὸς οὖδας φορεῖσθαι, πρὸς οὖδας πεσεῖν, πρὸς οὖδας βεβλῆσθαι, S.El.752, E.Hec.405, IT49, etc.; χθονὸς οὖδας = onto the surface of the earth Emp.115.10; πατρῷον οὖδας Ἀργείας χθονός A.Ag.503.
2 floor, pavement in rooms and houses, κραταίπεδον οὖδας Od.23.46; ἐν Διὸς οὔδει = on the floor of Zeus' abode, Il.24.527; πατρὸς ἐπ' οὔδει 5.734, 8.385: prov., ἐπ' οὔδεϊ φῶτα καθίσσαι = to bring a man to the pavement, i.e. to strip a man of all he has, h.Merc.284.

German (Pape)

[Seite 408] τό, gen. οὔδεος, dat. οὔδεϊ u. οὔδει (vgl. ὁδός), der Boden, Erdboden, die Erdoberfläche; ὀδὰξ ἕλον οὖδας, Il. 11, 749, öfter; ὀδὰξ ἕλον ἄσπετον οὖδας, 19, 61, eigtl. den Boden mit den Zähnen fassen, von dem tödtlich Verwundeten, wie wir sagen »ins Gras beißen«; κεφαλὴν οὖδάσδε πελάσσαι, Od. 10, 440, ἐπεὶ μάλα πῖαρ ὕπ' οὖδας, 9, 135, ein fetter Boden; ὁ δ' ὕπτιος οὔδει ἐρείσθη, Il. 7, 145; δόρυ μακρὸν οὔδει ἐνισκίμφθη, der Speer fuhr in die Erde, 16, 612; οὔδεϊ δέ σφιν χαῖται ἐρηρέδαται, 23, 283, hingen auf die Erde hinab; ἀπ' οὔδεος, vom Boden, 12, 448 Od. 9, 242. – Besonders auch der Fußboden, das Estrich in den Zimmern; κραταίπεδον οὖδας, Od. 23, 46; ἐν Διὸς οὔδει, auf Zeus' Fußboden, auf dem Boden seiner Wohnung, Il. 24, 527, wie πατρὸς ἐπ' οὔδει, 5, 743; sprichwörtlich ἐπ' οὔδεϊ καθίζειν τινά, d. i. ihn um alles das Seinige bringen, H. h. Merc. 284; ἰὼ πατρῷον οὖδας Ἀργείας χθονός, Aesch. Ag. 489; κονίσας οὖδας, Pers. 159; φορούμενος πρὸς οὖδας, auf den Boden stürzend, Soph. El. 742; πεσεῖν πρὸς οὖδας, Eur. Hec. 405; στέγος βεβλημένον πρὸς οὖδας, I. T. 49, öfter; einzeln bei sp. D., wie Ep. ad. 485 (VII, 615).

French (Bailly abrégé)

δεος (τό) :
1 sol, terre : οὖδας ὀδὰξ ἐλέειν IL prendre la terre avec les dents, càd mordre la poussière;
2 p. ext. pavé, plancher.
Étymologie: cf. οὖδος.

Russian (Dvoretsky)

οὖδας: οὖδεος τό (dat. οὔδει и οὔδεϊ)
1 почва, земля: πῖαρ ὕπ᾽ οὖ. Hom. тучная почва; οὖδάσδε, πρὸς и ἐπ᾽ οὔδεϊ Hom. наземь; φορούμενος πρὸς οὖ. Soph. влекомый по земле; πατρῷον οὖ. χθονός Aesch. земля отцов, родина; ὀδὰξ οὖ. ἑλεῖν Hom. впиться зубами в землю, т. е. пасть на поле сражения; ἐπ᾽ οὔδεϊ καθίσσαι τινά HH посадить кого-л. на (голую) землю, т. е. обобрать дочиста;
2 пол: ἔχειν οὖ. κραταίπεδον Hom. покрывать (собою) твердый пол;
3 помещение, дом (ἐν Διὸς οὔδει, πατρὸς ἐπ᾽ οὔδει Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

οὖδας: τό, γεν. οὔδεος, δοτ. οὔδεϊ, οὔδει (πρβλ. βρίτας, κῶας)· -ποιητ. ὄνομα σημαῖνον (κυρίως) τὴν ἐπιφάνειαν τῆς γῆς· ἔδαφος, γῆ, ἄσπετον οὖδας, ὡς τὸ ἀπείρων γῆ, Ὀδ. Ν. 395, καὶ ἀλλαχοῦ παρ’ Ὁμ.· πῖαρ οὖδας, εὔφορον ἔδαφος, παχύ, Ὀδ. Ι. 135· φῶτες ὀδὰξ ἕλον οὖδας, «τοῖς ὀδοῦσι τὴν γῆν ἔδακνον θνῄσκοντες» (Σχόλ.), Ἰλ. Λ. 749, Τ.61, Ὀδ. Χ. 269 · οὔδει ἐρείσθη, ἐστηρίχθη ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, Ἰλ. Μ. 192· ἀπ’ οὔδεος, ἐκ τοῦ ἐδάφους, αὐτόθι 448, Ὀδ. Ι. 242· οὖδάσδε, πρὸς τὸ ἔδαφος, κατὰ γῆς, Ἰλ. Ρ. 457, Ὀδ. Κ. 440· ὡσαύτως παρὰ Τραγ., πρὸς οὖδας φορεῖσθαι, πεσεῖν, βεβλῆσθαι Σοφ. Ἠλ. 752, Εὐριπ. Ἑκάβ. 405, Ι. Τ. 49, κτλ.· χθονὸς οὖδας Ἐμπεδ. 33· πατρῷον οὖδας Ἀργείας χθονὸς Αἰσχύλ. Ἀγ. 503· ἴδε ἐν λ. κονίω. 2) τὸ ἔδαφος ἢ πάτωμα δωματίων καὶ οἰκιῶν, συχνάκις παρ’ Ὁμ.· κραταίπεδον οὖδας Ὀδ. Ψ. 46· ἐν Διὸς οὔδει, ἐν τῷ δαπέδῳ τοῦ οἰκητηρίου τοῦ Διός, Ἰλ. Ω. 527· πατρὸς ἐπ’ οὔδει Ε. 734, Θ. 385· - παροιμ., ἐπ’ οὔδεϊ καθίζειν τινά, καταβάλλειν αὐτὸν μέχρις ἐδάφους, ἀπογυμνοῦν αὐτῶν τῶν ὑπαρχόντων αὐτοῦ, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 284· ἴδε ἐν λ. ἀκράτιστος, - (Ἴδε ὁδός, ἐν τέλ.)

English (Autenrieth)

εος: ground, earth, floor, Od. 23.46; ἄσπετον οὖδας, see ἄσπετος. ὀδὰξ ἑλεῖν, see ὀδάξ.—οὖδάσδε, to the ground.

Greek Monolingual

οὖδας και οὔαδας, το (Α)
(ποιητ. τ.)
1. η επιφάνεια της γης, το έδαφος («πρὸς οὖδας πεσεῖν», Ευρ.)
2. το δάπεδο, το πάτωμα δωματίου ή σπιτιού
3. παροιμ. «ἐπ' οὔδεϊ φῶτα καθίζω τινά» — καταβάλλω κάποιον, βάζω κάποιον να καθίσει στο πάτωμα, αφού τον γδύσω από τα υπάρχοντά του (Ύμν. Ερμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει την ένσιγμη κατάλ. -ας, η οποία απαντά σε αρχαϊκού τ. ονόματα (πρβλ. όπεας). Η εναλλαγή ένσιγμων και έρρινων καταλ. σε διάφορους τ. τών ΙΕ γλωσσών θα επέτρεπε τη σύνδεσή της με το αρμεν. getin «έδαφος» (< weden-o) και το χεττιτ. utne «γη» (< udn-). Ωστόσο, πρόβλημα γεννά η αρκτική δίφθογγος οὐ- της λ., η οποία δεν φαίνεται πιθανό να προέρχεται από θ. -Fοδ- ή -Fεδ-].

Greek Monotonic

οὖδας: τό, γεν. οὔδεος, δοτ. οὔδεϊ, οὔδει,
1. η επιφάνεια της γης, έδαφος, χώμα, σε Όμηρ.· πῖαρ οὖδας, εύφορο έδαφος, σε Ομήρ. Οδ.· ὀδὰξ ἕλον οὖδας, δάγκωσαν το χώμα, έφαγαν χώμα, λέγεται για ετοιμοθανάτους, σε Όμηρ.· οὔδει ἐρείσθη, στηρίχθηκε στο έδαφος, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀπ' οὔδεος, από το έδαφος, οὐδάσθε, προς το έδαφος, καταγής, σε Όμηρ.· πρὸς οὖδας φορεῖσθαι, πεσεῖν βεβλῆσθαι, σε Τραγ.
2. πάτωμα ή δάπεδο δωματίων ή σπιτιών, σε Όμηρ.· παροιμ., ἐπ' οὔδεϊ καθίζειν τινά, οδηγώ κάποιον να καταντήσει στη στάθμη του δαπέδου, δηλ. τον απογυμνώνω από όλα όσα έχει, σε Ομηρ. Ύμν.

Frisk Etymological English

-εος, -ει
Grammatical information: n.
Meaning: ground, soil (Il.; on the inflection Schwyzer 242 a. 515, Chantraine Gramm. hom. 1, 210f.).
Derivatives: οὑδαῖος on or under the ground (Lyc., Orph., AP) and several hypostases: κατ-, ὑπ-ουδ-αῖος subterranean (Hes.Fr. 60, h. Merc., Call. resp. Plu., Opp.), ἐπουδαῖοι ἐπιχθόνιοι H.; προσ-ουδ-ίζω, -ίσαι to throw on the ground (Hdt., Plu., D. C.), ἐποτούδιξε κατέβαλεν ἐπὶ γῆν II.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: No etymology. Semantically attractive but phonetically difficult is the connection with Arm. getin bottom of the earth (Scheftelowitz BB 29, 27 a. 44), perhaps with Hitt. utne land (IE *u̯eden-o- resp. *udn-; [Götze-]Pedersen, s. Friedrich Wb. s.v.); then οὑ- (ὀ-Ϝοδ-?) remains unexplained. Also οὑδός threshhold and ἔδαφος ground, bottom have been adduced, s. vv. w. lit. - The word may well be Pre-Greek. Is the unexplained inflection due to Pre-Greek origin?

Middle Liddell

1. the surface of the earth, the ground, earth, Hom.; πῖαρ οὖδας the rich soil, Od.; ὀδὰξ ἕλον οὖδας they bit the dust, of dying men, Hom.; οὔδει ἐρείσθη he propped himself on the ground, Il.; ἀπ' οὔδεος from the ground, οὖδάσδε to the ground, to earth, Hom.; πρὸς οὖδας φορεῖσθαι, πεσεῖν, βεβλῆσθαι Trag.
2. the floor or pavement of rooms and houses, Hom.:—proverb., ἐπ' οὔδεϊ καθίζειν τινά to bring a man to the pavement, i. e. to strip him of all he has, Hhymn.

Frisk Etymology German

οὖδας: -εος, -ει
{oũdas}
Grammar: n.
Meaning: ‘Erd-, Fußboden’ (ep. poet. seit Il.; zur Flexion Schwyzer 242 u. 515, Chantraine Gramm. hom. 1, 210f.).
Derivative: Davon οὐδαῖος ‘auf od. unter dem Erdboden befindlich’ (Lyk., Orph., AP) und mehrere Hypostasen: κατ-, ὑπουδαῖος unterirdisch (Hes.Fr. 60, h. Merc.. Kall. bzw. Plu., Opp.), ἐπουδαῖοι· ἐπιχθόνιοι H.; προσουδίζω, -ίσαι zu Boden werfen (Hdt., Plu., D. C.), ἐποτούδιξε· κατέβαλεν ἐπὶ γῆν II.
Etymology: Ohne sichere Etymologie. Semantisch ansprechend aber lautlich schwierig ist die Zusammenstellung mit arm. getin Erdboden (Scheftelowitz BB 29, 27 u. 44), wozu vielleicht heth. utne Land (idg. *u̯eden-o- bzw. *udn-; [Götze-]Pedersen, s. Friedrich Wb. s.v.); dabei bleibt οὐ- (ὀϝοδ-?) unerklärt. Auch οὐδός Schwelle und ἔδαφος Grund, Boden sind herangezogen worden, s. dd. m. Lit.
Page 2,442

English (Woodhouse)

land

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)