λευκόπηχυς: Difference between revisions

m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lefkopichys
|Transliteration C=lefkopichys
|Beta Code=leuko/phxus
|Beta Code=leuko/phxus
|Definition=υ, [[white-armed]], only in acc. pl. -[[πήχεις]], <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span> 1351</span> (lyr.), and dat. pl. -[[πήχεσι]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Ba.</span>1206</span>.
|Definition=υ, [[white-armed]], only in acc. pl. -[[πήχεις]], E.''Ph.'' 1351 (lyr.), and dat. pl. -[[πήχεσι]], Id.''Ba.''1206.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λευκόπηχυς]], -υ (Α)<br />αυτός που έχει λευκούς βραχίονες («λευκοπήχεσι χειρῶν ἀκμαῑσι», <b>Ευρ.</b>).
|mltxt=[[λευκόπηχυς]], -υ (Α)<br />αυτός που έχει λευκούς βραχίονες («λευκοπήχεσι χειρῶν ἀκμαῖσι», <b>Ευρ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λευκό-πηχυς, υ,<br />gen. εως, [[white]]-[[armed]], Eur.
|mdlsjtxt=λευκό-πηχυς, υ,<br />gen. -εως, [[white]]-[[armed]], Eur.
}}
}}

Latest revision as of 14:40, 6 February 2024

English (LSJ)

υ, white-armed, only in acc. pl. -πήχεις, E.Ph. 1351 (lyr.), and dat. pl. -πήχεσι, Id.Ba.1206.

German (Pape)

[Seite 34] weißarmig, λευκοπήχεσι χειρῶν ἀκμαῖσι Eur. Bacch. 1206, ἐπὶ κάρα λευκοπήχεις κτύπους χεροῖν Phoen. 1351.

French (Bailly abrégé)

εος (ὁ, ἡ)
aux bras blancs.
Étymologie: λευκός, πῆχυς.

Russian (Dvoretsky)

λευκόπηχυς: εος adj. с белыми локтями: λευκοπήχεσι χειρῶν ἀκμαῖοι Eur. белыми руками.

Greek (Liddell-Scott)

λευκόπηχυς: υ, γεν. -εως, ἔχων λευκοὺς πήχεις ἤτοι βραχίονας, Εὐρ. Φοίν. 1351, Βάκχ. 1206.

Greek Monolingual

λευκόπηχυς, -υ (Α)
αυτός που έχει λευκούς βραχίονες («λευκοπήχεσι χειρῶν ἀκμαῖσι», Ευρ.).

Greek Monotonic

λευκόπηχυς: -υ, γεν. -εως, αυτός που έχει λευκούς βραχίονες, λευκά μπράτσα, σε Ευρ.

Middle Liddell

λευκό-πηχυς, υ,
gen. -εως, white-armed, Eur.