φθίνω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και [[φθίω]] και κρητ. τ. τ. [[ψίνω]] Α<br /><b>1.</b> [[τείνω]] [[προς]] το [[τέλος]], ελαττώνομαι [[συνεχώς]], [[εκλείπω]] σταδιακά (α. «φθίνουσα [[πορεία]]» β. «φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διέρχομαι]] το [[στάδιο]] της παρακμής, [[παρακμάζω]] (α. «από τον 2ο μ.Χ. αιώνα η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία άρχισε να φθίνει» β. «φθίνοντα θέσφατα», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>αστρον.</b> (για τη [[σελήνη]]) [[προχωρώ]] [[προς]] τη [[χάση]] μου (α. «φθίνουσα [[σελήνη]]» — η [[φάση]] της Σελήνης από την Πανσέληνο [[μέχρι]] τη νέα Σελήνη, όταν το φωτισμένο [[τμήμα]] της ελαττώνεται [[βαθμηδόν]]<br />β. «([[σελήνη]]) αὐξανομένη καὶ φθίνουσα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[χάνω]] [[σιγά]] [[σιγά]] τις δυνάμεις μου, μαραίνομαι, [[μαραζώνω]] (α. «φθίνει από τη [[στενοχώρια]] της» β. «φθίνει καὶ μαραίνεται νόσῳ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «φθίνουσα [[πρόοδος]]»<br /><b>μαθημ.</b> <b>βλ.</b> [[πρόοδος]]<br />β) «[[νόμος]] φθινουσών αποδόσεων»<br /><b>(οικον.)</b> [[νόμος]] της μικροοικονομικής θεωρίας σύμφωνα με τον οποίο από ένα [[σημείο]] και [[πέρα]] το [[μέσο]] [[προϊόν]] εργασίας αρχίζει να φθίνει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για αστέρες) δύω, [[βασιλεύω]]<br /><b>2.</b> (<b>για πράγμ.</b>) εξαφανίζομαι, [[χάνομαι]] (α. «οὐ φθίνει Κροίσου... ἀρετά», <b>Πίνδ.</b><br />β. «ὁρῶ... ἥβην τὴν μὲν ἕρπουσαν [[πρόσω]], τὴν δὲ φθίνουσαν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[πεθαίνω]] («νόσοις ὁ [[τλήμων]]... ἔφθιτο», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>(μτβ.)</b> α) [[ενεργώ]] [[έτσι]] ώστε να ελαττωθεί ή και να χαθεί [[κάτι]] [[σιγά]] [[σιγά]] («φθίσει σε τὸ σὸν [[μένος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) (σχετικά με πρόσ.) [[σκοτώνω]], [[φονεύω]] («οἳ μεμάασιν... Ὀδυσσῆος φθῑσαι [[γόνον]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>5.</b> (μόνον ο τ. [[ψίνω]] στο μέσ.) [[ψίνομαι]]<br />(για άμπελο) [[αποβάλλω]] τους καρπούς μου [[προτού]] να ωριμάσουν<br /><b>6.</b> (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>οἱ φθίνοντες</i><br />οι φυματικοί<br /><b>7.</b> (η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ.) [[φθίμενος]], -<i>ένη</i>, -<i>ον</i><br />αυτός που υπόκειται σε [[φθορά]], [[φθαρτός]] («κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον [[δέμας]]», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>8.</b> (το αρσ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ [[φθίμενος]]<br />α) ο [[θνητός]]<br />β) ο [[νεκρός]]<br /><b>9.</b> (το θηλ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως κύριο όν.) <i>Φθιμένη</i><br />η [[προσωποποίηση]] της έννοιας της φθοράς, της καταστροφής<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> «μὴν φθίνων»<br />(στο αττ. [[ημερολόγιο]]) η [[τρίτη]] και τελευταία [[δεκάδα]] ενός [[μήνα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>φθῑνω</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φθίνFω</i>, για τη [[διαλεκτική]] [[εναλλαγή]] -<i>ῑ</i>-/-<i>ῐ</i>-, [[μετά]] την [[απλοποίηση]] του συμπλέγματος -<i>νF</i>-, <b>πρβλ.</b> <i>φθᾱ</i>-<i>νω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>φθάνFω</i>, <b>βλ.</b> και λ. [[φθάνω]]) ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>g</i><sup>zw</sup><i>hei</i>- «[[αφανίζω]], εξαφανίζομαι, [[χάνομαι]] ([[συχνά]] αναφορικά [[προς]] τη [[χάση]] της σελήνης)» και συνδέεται με διάφορους αρχ. ινδ. τ. σχηματισμένους από θ. <i>kse</i>- / <i>ksi</i>- με σημ. «[[αφανίζω]], [[καταστρέφω]], [[χάνομαι]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ksayah</i>, <i>ksin</i><i>ā</i><i>ti</i> κ.λ.π.). Το αρκτικό <i>ks</i>- τών αρχ. ινδ. τ. [[καθώς]] και η [[παρουσία]] στην Ελληνική τ. με αρκτικό <i>ψ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[ψινάς]], [[ψίνω]], [[ψίσις]]) επιβεβαιώνουν την ύπαρξη αρκτικού δασέος ηχηρού χειλοϋπερωικού φθόγγου <i>g</i><sup>zw</sup><i>h</i>- (<b>βλ.</b> και λ. [[φθάνω]], [[φθείρω]]). Ο ενεστ. [[φθίνω]] έχει σχηματιστεί από τη [[ρίζα]] <i>g</i><sup>zw</sup><i>hi</i>- με έρρινο [[ένθημα]] -<i>n</i>-/-<i>ν</i>- και [[παρέκταση]] -<i>u</i>/<i>F</i>- της ρίζας μέσω ενός αρχικού τ. <i>φθινευμι</i> / <i>φθινῦμι</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>g</i><sup>zw</sup><i>hi</i>-<i>n</i>-<i>eu</i>/<i>g</i><sup>zw</sup><i>hi</i>-<i>n</i>-<i>u</i>-, <b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>ksinoti</i>, <i>ksinumah</i> με έρρινο [[ένθημα]] [[επίσης]]) ο [[οποίος]], με [[μετάσταση]] στη θεματική [[συζυγία]], έδωσε τ. <i>φθίνFω</i> (για ανάλογο σχηματισμό <b>βλ.</b> και λ. [[φθάνω]]). Η [[μορφή]] αυτή <i>φθίνFω</i> διατηρείται στους τ. [[φθινύω]] και [[φθινύθω]] όπου το -<i>F</i>- απαντά με τη φωνηεντική του [[μορφή]] ως -<i>υ</i>- (για το [[σύστημα]] αρχ. ινδ. <i>ksinoti</i>: <i>φθινῦμι</i>: <i>φθίνFω</i>: [[φθινύω]], <b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>sanoti</i>: <i>ἄνῡμι</i>: <i>ἄνFω</i> [> <i>ᾱνομαι</i> / <i>ἄνω</i>]: [[ἀνύω]], <b>βλ. λ.</b> [[ἀνύω]]). Το ρ. [[φθίνω]] εμφανίζει στα παρ. και σύνθ. του, [[αλλά]] και [[κατά]] την [[κλίση]] του, ποικίλες μορφές θέματος προερχόμενες από τις διάφορες μεταπτωτικές βαθμίδες της ρίζας <i>g</i><sup>zw</sup><i>hei</i>-: <i>φθῐ</i>- της μηδενισμένης βαθμίδας (<b>πρβλ.</b> [[φθίσις]], [[φθιτός]], μέσ. αορ. <i>ἔ</i>-<i>φθι</i>-<i>το</i>, μτχ. [[φθίμενος]]), <i>φθῐν</i>- από το θ. του ενεστ. (<b>πρβλ.</b> [[φθινάς]], [[φθινώδης]]), <i>φθοι</i>- της ετεροιωμένης βαθμίδας (<b>πρβλ.</b> [[φθόη]] <span style="color: red;"><</span> <i>φθοyα</i>). Η [[μορφή]] <i>φθει</i>- της απαθούς βαθμίδας απαντά στους τ. του μέλλ. <i>φθείσω</i> / <i>φθείσομαι</i> και σε ορισμένους σύνθ. τ. ([[πρβλ]]. [[φθεισήνωρ]]), οι οποίοι όμως απαντούν [[σχεδόν]] [[παντού]] με -<i>ῑ</i>- [[αντί]] -<i>ει</i>- (<b>βλ.</b> και τα σύνθ. με α' συνθετικό <i>φθισι</i>-), [[γεγονός]] που ερμηνεύεται [[είτε]] με [[βάση]] μια αρχαία [[αντικατάσταση]] της εναλλαγής -<i>ei</i>-/-<i>i</i>- της ΙΕ από μια [[εναλλαγή]] -<i>ῑ</i>-/-<i>ῐ</i>- [[είτε]] από την ιωτακιστική [[προφορά]] της διφθόγγου -<i>ει</i>-. Ωστόσο, παρλλ. [[προς]] τους τ. <i>φθῑσω</i>, <i>ἔφθῑσα</i> απαντά και τ. αορ. <i>ἔφθῐσα</i> (και στη [[συνέχεια]] και ο μέλλ. <i>φθῐσω</i>) σχηματισμένος από το θ. του ενεστ. <i>φθῐνω</i>, [[κατά]] το [[σχήμα]] τών αορ. σε -<i>ισα</i> <span style="color: red;"><</span> ρ. σε -<i>ίζω</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἔσχισα</i>: [[σχίζω]]). Τέλος, [[εκτός]] από τον ενεστώτα [[φθίνω]], απαντούν και οι τ. [[φθινύω]] (<b>πρβλ.</b> τον τ. του <b>Ησύχ.</b> <i>φθινύουσι</i><br /><i>φθείρονται</i>), [[φθινύθω]], [[φθίω]] ([[χωρίς]] την [[παρέκταση]] -<i>ν</i>-<i>F</i>- του [[φθίνω]]), ενώ δεν θεωρείται πιθανή η ύπαρξη συνηρημένου τ. <i>φθινῶ</i>, -<i>άω</i> ή -<i>έω</i>, στον οποίο καταλήγουν ορισμένοι μελετητές με [[αφετηρία]] τους τ: μέλλ. <i>φθιν</i>-<i>ή</i>-<i>σω</i> και αόρ. <i>ἐ</i>-<i>φθίν</i>-<i>η</i>-<i>σα</i> (οι τ. αυτοί έχουν σχηματιστεί από το θ. <i>φθῐν</i>- του ενεστ. με αναλογική [[επέκταση]] -<i>η</i>-)].
|mltxt=ΝΜΑ, και [[φθίω]] και κρητ. τ. τ. [[ψίνω]] Α<br /><b>1.</b> [[τείνω]] [[προς]] το [[τέλος]], ελαττώνομαι [[συνεχώς]], [[εκλείπω]] σταδιακά (α. «φθίνουσα [[πορεία]]» β. «φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διέρχομαι]] το [[στάδιο]] της παρακμής, [[παρακμάζω]] (α. «από τον 2ο μ.Χ. αιώνα η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία άρχισε να φθίνει» β. «φθίνοντα θέσφατα», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>αστρον.</b> (για τη [[σελήνη]]) [[προχωρώ]] [[προς]] τη [[χάση]] μου (α. «φθίνουσα [[σελήνη]]» — η [[φάση]] της Σελήνης από την Πανσέληνο [[μέχρι]] τη νέα Σελήνη, όταν το φωτισμένο [[τμήμα]] της ελαττώνεται [[βαθμηδόν]]<br />β. «([[σελήνη]]) αὐξανομένη καὶ φθίνουσα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[χάνω]] [[σιγά]] [[σιγά]] τις δυνάμεις μου, μαραίνομαι, [[μαραζώνω]] (α. «φθίνει από τη [[στενοχώρια]] της» β. «φθίνει καὶ μαραίνεται νόσῳ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «φθίνουσα [[πρόοδος]]»<br /><b>μαθημ.</b> <b>βλ.</b> [[πρόοδος]]<br />β) «[[νόμος]] φθινουσών αποδόσεων»<br /><b>(οικον.)</b> [[νόμος]] της μικροοικονομικής θεωρίας σύμφωνα με τον οποίο από ένα [[σημείο]] και [[πέρα]] το [[μέσο]] [[προϊόν]] εργασίας αρχίζει να φθίνει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για αστέρες) δύω, [[βασιλεύω]]<br /><b>2.</b> (<b>για πράγμ.</b>) εξαφανίζομαι, [[χάνομαι]] (α. «οὐ φθίνει Κροίσου... ἀρετά», <b>Πίνδ.</b><br />β. «ὁρῶ... ἥβην τὴν μὲν ἕρπουσαν [[πρόσω]], τὴν δὲ φθίνουσαν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[πεθαίνω]] («νόσοις ὁ [[τλήμων]]... ἔφθιτο», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>(μτβ.)</b> α) [[ενεργώ]] [[έτσι]] ώστε να ελαττωθεί ή και να χαθεί [[κάτι]] [[σιγά]] [[σιγά]] («φθίσει σε τὸ σὸν [[μένος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) (σχετικά με πρόσ.) [[σκοτώνω]], [[φονεύω]] («οἳ μεμάασιν... Ὀδυσσῆος φθῑσαι [[γόνον]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>5.</b> (μόνον ο τ. [[ψίνω]] στο μέσ.) [[ψίνομαι]]<br />(για άμπελο) [[αποβάλλω]] τους καρπούς μου [[προτού]] να ωριμάσουν<br /><b>6.</b> (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>οἱ φθίνοντες</i><br />οι φυματικοί<br /><b>7.</b> (η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ.) [[φθίμενος]], -<i>ένη</i>, -<i>ον</i><br />αυτός που υπόκειται σε [[φθορά]], [[φθαρτός]] («κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον [[δέμας]]», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>8.</b> (το αρσ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ [[φθίμενος]]<br />α) ο [[θνητός]]<br />β) ο [[νεκρός]]<br /><b>9.</b> (το θηλ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως κύριο όν.) <i>Φθιμένη</i><br />η [[προσωποποίηση]] της έννοιας της φθοράς, της καταστροφής<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> «μὴν φθίνων»<br />(στο αττ. [[ημερολόγιο]]) η [[τρίτη]] και τελευταία [[δεκάδα]] ενός [[μήνα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>φθῑνω</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φθίνFω</i>, για τη [[διαλεκτική]] [[εναλλαγή]] -<i>ῑ</i>-/-<i>ῐ</i>-, [[μετά]] την [[απλοποίηση]] του συμπλέγματος -<i>νF</i>-, <b>πρβλ.</b> <i>φθᾱ</i>-<i>νω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>φθάνFω</i>, <b>βλ.</b> και λ. [[φθάνω]]) ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>g</i><sup>zw</sup><i>hei</i>- «[[αφανίζω]], εξαφανίζομαι, [[χάνομαι]] ([[συχνά]] αναφορικά [[προς]] τη [[χάση]] της σελήνης)» και συνδέεται με διάφορους αρχ. ινδ. τ. σχηματισμένους από θ. <i>kse</i>- / <i>ksi</i>- με σημ. «[[αφανίζω]], [[καταστρέφω]], [[χάνομαι]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ksayah</i>, <i>ksin</i><i>ā</i><i>ti</i> κ.λ.π.). Το αρκτικό <i>ks</i>- τών αρχ. ινδ. τ. [[καθώς]] και η [[παρουσία]] στην Ελληνική τ. με αρκτικό <i>ψ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[ψινάς]], [[ψίνω]], [[ψίσις]]) επιβεβαιώνουν την ύπαρξη αρκτικού δασέος ηχηρού χειλοϋπερωικού φθόγγου <i>g</i><sup>zw</sup><i>h</i>- (<b>βλ.</b> και λ. [[φθάνω]], [[φθείρω]]). Ο ενεστ. [[φθίνω]] έχει σχηματιστεί από τη [[ρίζα]] <i>g</i><sup>zw</sup><i>hi</i>- με έρρινο [[ένθημα]] -<i>n</i>-/-<i>ν</i>- και [[παρέκταση]] -<i>u</i>/<i>F</i>- της ρίζας μέσω ενός αρχικού τ. <i>φθινευμι</i> / <i>φθινῦμι</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>g</i><sup>zw</sup><i>hi</i>-<i>n</i>-<i>eu</i>/<i>g</i><sup>zw</sup><i>hi</i>-<i>n</i>-<i>u</i>-, <b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>ksinoti</i>, <i>ksinumah</i> με έρρινο [[ένθημα]] [[επίσης]]) ο [[οποίος]], με [[μετάσταση]] στη θεματική [[συζυγία]], έδωσε τ. <i>φθίνFω</i> (για ανάλογο σχηματισμό <b>βλ.</b> και λ. [[φθάνω]]). Η [[μορφή]] αυτή <i>φθίνFω</i> διατηρείται στους τ. [[φθινύω]] και [[φθινύθω]] όπου το -<i>F</i>- απαντά με τη φωνηεντική του [[μορφή]] ως -<i>υ</i>- (για το [[σύστημα]] αρχ. ινδ. <i>ksinoti</i>: <i>φθινῦμι</i>: <i>φθίνFω</i>: [[φθινύω]], <b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>sanoti</i>: <i>ἄνῡμι</i>: <i>ἄνFω</i> [> <i>ᾱνομαι</i> / <i>ἄνω</i>]: [[ἀνύω]], <b>βλ. λ.</b> [[ἀνύω]]). Το ρ. [[φθίνω]] εμφανίζει στα παρ. και σύνθ. του, [[αλλά]] και [[κατά]] την [[κλίση]] του, ποικίλες μορφές θέματος προερχόμενες από τις διάφορες μεταπτωτικές βαθμίδες της ρίζας <i>g</i><sup>zw</sup><i>hei</i>-: <i>φθῐ</i>- της μηδενισμένης βαθμίδας (<b>πρβλ.</b> [[φθίσις]], [[φθιτός]], μέσ. αορ. <i>ἔ</i>-<i>φθι</i>-<i>το</i>, μτχ. [[φθίμενος]]), <i>φθῐν</i>- από το θ. του ενεστ. (<b>πρβλ.</b> [[φθινάς]], [[φθινώδης]]), <i>φθοι</i>- της ετεροιωμένης βαθμίδας (<b>πρβλ.</b> [[φθόη]] <span style="color: red;"><</span> <i>φθοyα</i>). Η [[μορφή]] <i>φθει</i>- της απαθούς βαθμίδας απαντά στους τ. του μέλλ. <i>φθείσω</i> / <i>φθείσομαι</i> και σε ορισμένους σύνθ. τ. ([[πρβλ]]. [[φθεισήνωρ]]), οι οποίοι όμως απαντούν [[σχεδόν]] [[παντού]] με -<i>ῑ</i>- [[αντί]] -<i>ει</i>- (<b>βλ.</b> και τα σύνθ. με α' συνθετικό <i>φθισι</i>-), [[γεγονός]] που ερμηνεύεται [[είτε]] με [[βάση]] μια αρχαία [[αντικατάσταση]] της εναλλαγής -<i>ei</i>-/-<i>i</i>- της ΙΕ από μια [[εναλλαγή]] -<i>ῑ</i>-/-<i>ῐ</i>- [[είτε]] από την ιωτακιστική [[προφορά]] της διφθόγγου -<i>ει</i>-. Ωστόσο, παρλλ. [[προς]] τους τ. <i>φθῑσω</i>, <i>ἔφθῖσα</i> απαντά και τ. αορ. <i>ἔφθῐσα</i> (και στη [[συνέχεια]] και ο μέλλ. <i>φθῐσω</i>) σχηματισμένος από το θ. του ενεστ. <i>φθῐνω</i>, [[κατά]] το [[σχήμα]] τών αορ. σε -<i>ισα</i> <span style="color: red;"><</span> ρ. σε -<i>ίζω</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἔσχισα</i>: [[σχίζω]]). Τέλος, [[εκτός]] από τον ενεστώτα [[φθίνω]], απαντούν και οι τ. [[φθινύω]] (<b>πρβλ.</b> τον τ. του <b>Ησύχ.</b> <i>φθινύουσι</i><br /><i>φθείρονται</i>), [[φθινύθω]], [[φθίω]] ([[χωρίς]] την [[παρέκταση]] -<i>ν</i>-<i>F</i>- του [[φθίνω]]), ενώ δεν θεωρείται πιθανή η ύπαρξη συνηρημένου τ. <i>φθινῶ</i>, -<i>άω</i> ή -<i>έω</i>, στον οποίο καταλήγουν ορισμένοι μελετητές με [[αφετηρία]] τους τ: μέλλ. <i>φθιν</i>-<i>ή</i>-<i>σω</i> και αόρ. <i>ἐ</i>-<i>φθίν</i>-<i>η</i>-<i>σα</i> (οι τ. αυτοί έχουν σχηματιστεί από το θ. <i>φθῐν</i>- του ενεστ. με αναλογική [[επέκταση]] -<i>η</i>-)].
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis