ζοφερός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ζοφερός]], -ά, -όν) [[ζόφος]]<br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] ζόφο, [[σκοτεινός]], [[κατασκότεινος]], [[ζοφώδης]] («[[Τιτῆνες]] ναίουσι [[πέρην]] Χάεος ζοφεροῑο», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που εμπνέει φόβο, [[απελπισία]], [[απαισιοδοξία]] («η [[κατάσταση]] [[είναι]] ζοφερή»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ζοφερόν</i><br />η [[ζοφερότητα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για ψυχικές καταστάσεις) αυτός που επισκοτίζει τον νου, που οδηγεί σε [[κακό]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ζοφερός]], -ά, -όν) [[ζόφος]]<br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] ζόφο, [[σκοτεινός]], [[κατασκότεινος]], [[ζοφώδης]] («[[Τιτῆνες]] ναίουσι [[πέρην]] Χάεος ζοφεροῖο», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που εμπνέει φόβο, [[απελπισία]], [[απαισιοδοξία]] («η [[κατάσταση]] [[είναι]] ζοφερή»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ζοφερόν</i><br />η [[ζοφερότητα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για ψυχικές καταστάσεις) αυτός που επισκοτίζει τον νου, που οδηγεί σε [[κακό]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm