δοκιμαστός: Difference between revisions

m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=, -όν<br />[[aprobado]], [[aceptado]] δοκιμαστὰ τάλαντα después de verificar su autenticidad <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.1492.102 (IV a.C.), πᾶν ἀγαθὸν ... δ. ... ὑπάρχειν Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.22, ὅτι δοκιμαστόν ἐστιν ἀνυπόπτως ref. la virtud, Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.49, πράγματα Diog.Bab.<i>Stoic</i>.3.219, παραγγείλῃ τοῖς οἰκείοις ... τὴν ἀξίωσιν σοῦ δοκιμαστήν anuncia a los familiares que tu petición ha sido aceptada</i>, <i>SB</i> 7558.36 (II d.C.), αὕτη δὲ δ. καὶ θαυμαστὴ τριζῳδία Vett.Val.289.1.
|dgtxt=δοκιμαστή, δοκιμαστόν<br />[[aprobado]], [[aceptado]] δοκιμαστὰ τάλαντα después de verificar su autenticidad <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.1492.102 (IV a.C.), πᾶν ἀγαθὸν ... δ. ... ὑπάρχειν Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.22, ὅτι δοκιμαστόν ἐστιν ἀνυπόπτως ref. la virtud, Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.49, πράγματα Diog.Bab.<i>Stoic</i>.3.219, παραγγείλῃ τοῖς οἰκείοις ... τὴν ἀξίωσιν σοῦ δοκιμαστήν anuncia a los familiares que tu petición ha sido aceptada</i>, <i>SB</i> 7558.36 (II d.C.), αὕτη δὲ δ. καὶ θαυμαστὴ τριζῳδία Vett.Val.289.1.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0653.png Seite 653]] erprobt, bewährt, D. L. 7, 105 u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0653.png Seite 653]] [[erprobt]], [[bewährt]], D. L. 7, 105 u. a. Sp.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''δοκῐμαστός:''' [[подвергшийся оценке или проверке]] (ἀμοιβὴ δοκιμαστοῦ Diog. L.).
|elrutext='''δοκῐμαστός:''' [[подвергшийся оценке]] или [[проверке]] (ἀμοιβὴ δοκιμαστοῦ Diog. L.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δοκιμαστός''': , -όν, ([[δοκιμάζω]]), δεδοκιμασμένος, Διογ. Λ. 7. 105.
|lstext='''δοκιμαστός''': δοκιμαστή, δοκιμαστόν, ([[δοκιμάζω]]), δεδοκιμασμένος, Διογ. Λ. 7. 105.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δοκιμαστός]], , -όν (AM) [[δοκιμάζω]]<br />αυτός που έχει δοκιμασμένη, αναγνωρισμένη [[ικανότητα]].
|mltxt=[[δοκιμαστός]], δοκιμαστή, δοκιμαστόν (AM) [[δοκιμάζω]]<br />αυτός που έχει δοκιμασμένη, αναγνωρισμένη [[ικανότητα]].
}}
}}

Latest revision as of 07:28, 11 May 2024

English (LSJ)

δοκιμαστή, δοκιμαστόν, approved, Diog.Bab.Stoic.3.219, cf. 49, D. L.7.105.

Spanish (DGE)

δοκιμαστή, δοκιμαστόν
aprobado, aceptado δοκιμαστὰ τάλαντα después de verificar su autenticidad IG 22.1492.102 (IV a.C.), πᾶν ἀγαθὸν ... δ. ... ὑπάρχειν Chrysipp.Stoic.3.22, ὅτι δοκιμαστόν ἐστιν ἀνυπόπτως ref. la virtud, Chrysipp.Stoic.3.49, πράγματα Diog.Bab.Stoic.3.219, παραγγείλῃ τοῖς οἰκείοις ... τὴν ἀξίωσιν σοῦ δοκιμαστήν anuncia a los familiares que tu petición ha sido aceptada, SB 7558.36 (II d.C.), αὕτη δὲ δ. καὶ θαυμαστὴ τριζῳδία Vett.Val.289.1.

German (Pape)

[Seite 653] erprobt, bewährt, D. L. 7, 105 u. a. Sp.

Russian (Dvoretsky)

δοκῐμαστός: подвергшийся оценке или проверке (ἀμοιβὴ δοκιμαστοῦ Diog. L.).

Greek (Liddell-Scott)

δοκιμαστός: δοκιμαστή, δοκιμαστόν, (δοκιμάζω), δεδοκιμασμένος, Διογ. Λ. 7. 105.

Greek Monolingual

δοκιμαστός, δοκιμαστή, δοκιμαστόν (AM) δοκιμάζω
αυτός που έχει δοκιμασμένη, αναγνωρισμένη ικανότητα.