ικανότητα
From LSJ
Greek Monolingual
και ικανότη, ἡ (ΑΜ ἱκανότης) ικανός
το να έχει κάποιος τη δύναμη ή την επιτηδειότητα να κάνει κάτι, δεξιότητα
νεοελλ.
1. (για ανθρώπους) αξία
2. η καταλληλότητα ενός ανθρώπου για στρατιωτική, δημόσια ή άλλη υπηρεσία ως προς τη σωματική και πνευματική επάρκεια και δυνατότητα
3. (νομ.) φρ. «ικανότητα προς δικαιοπραξία» — η ικανότητα να αποκτά κάποιος δικαιώματα και να αναλαμβάνει υποχρεώσεις («ικανότητα για σύναψη γάμου»)
αρχ.
επάρκεια.