φαλαγγιτικός: Difference between revisions

(c2)
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=falaggitikos
|Transliteration C=falaggitikos
|Beta Code=falaggitiko/s
|Beta Code=falaggitiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">armed like the phalanx</b>, σπεῖρα <span class="bibl">Plb.18.28.10</span>.</span>
|Definition=φαλαγγιτική, φαλαγγιτικόν, [[armed like the phalanx]], σπεῖρα Plb.18.28.10.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1252.png Seite 1252]] zum Soldaten von der Phalanx, der Legion gehörig, ihn betreffend, σπείρα, Pol. 18, 11, 10.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1252.png Seite 1252]] zum Soldaten von der Phalanx, der Legion gehörig, ihn betreffend, σπείρα, Pol. 18, 11, 10.
}}
{{elru
|elrutext='''φᾰλαγγῑτικός:''' строящийся по фалангам, т. е. линейный, пехотный ([[σπεῖρα]] Polyb.).
}}
{{ls
|lstext='''φᾰλαγγῑτῐκός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς φάλαγγα, [[σπεῖρα]] Πολύβ. 18. 11, 10.
}}
{{grml
|mltxt=-ή,-ό / [[φαλαγγιτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και φαλαγγίτικος Ν [[φαλαγγίτης]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φαλαγγίτη (α. «[[φαλαγγιτικός]] όρκος» β. «τιθεις ἐναλλὰξ σημαίαν καὶ σπεῖραν φαλαγγιτικήν»,<b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «φαλαγγιτικά γραμμάτια» — πιστωτικά γραμμάτια που είχαν δοθεί το 1838 στους απόμαχους αγωνιστές του 1821, στους φαλαγγίτες, για να αγοράσουν σε [[δημοπρασία]] εθνικά κτήματα.
}}
}}

Latest revision as of 11:43, 25 August 2023

English (LSJ)

φαλαγγιτική, φαλαγγιτικόν, armed like the phalanx, σπεῖρα Plb.18.28.10.

German (Pape)

[Seite 1252] zum Soldaten von der Phalanx, der Legion gehörig, ihn betreffend, σπείρα, Pol. 18, 11, 10.

Russian (Dvoretsky)

φᾰλαγγῑτικός: строящийся по фалангам, т. е. линейный, пехотный (σπεῖρα Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

φᾰλαγγῑτῐκός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς φάλαγγα, σπεῖρα Πολύβ. 18. 11, 10.

Greek Monolingual

-ή,-ό / φαλαγγιτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και φαλαγγίτικος Ν φαλαγγίτης
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φαλαγγίτη (α. «φαλαγγιτικός όρκος» β. «τιθεις ἐναλλὰξ σημαίαν καὶ σπεῖραν φαλαγγιτικήν»,Πολ.)
νεοελλ.
φρ. «φαλαγγιτικά γραμμάτια» — πιστωτικά γραμμάτια που είχαν δοθεί το 1838 στους απόμαχους αγωνιστές του 1821, στους φαλαγγίτες, για να αγοράσουν σε δημοπρασία εθνικά κτήματα.