δημοπρασία
From LSJ
ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)
Greek Monolingual
η
1. η δημόσια εκποίηση πραγμάτων τα οποία τελικά δίνονται σε αυτόν που θα πλειοδοτήσει, που θα δώσει τα περισσότερα χρήματα
2. «μειοδοτική δημοπρασία» — πράξη που διεξάγεται δημόσια και αφορά στην αγορά πράγματος ή στην ανάθεση έργου σε όποιον ορίσει τελικά τη φθηνότερη τιμή, ο μειοδοτικός διαγωνισμός
3. «πλειοδοτική δημοπρασία» — αυτή με την οποία επιδιώκεται η μεγαλύτερη δυνατή προσφορά
4. «μυστική δημοπρασία» — με τις προσφορές τών μειοδοτών ή τών πλειοδοτών μέσα σε σφραγισμένους φακέλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δημοπράτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό Λεξικό].